Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα)

Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα)
ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής περιόδου, κύρια απασχόληση του πληθυσμού ήταν η γεωργία και η κτηνοτροφία και, παράλληλα, εξαιτίας της επιδίωξης της αυτάρκειας από τα μέλη κάθε γεωργικής οικογένειας, οι εμπορικές δραστηριότητες είχαν περιοριστεί σε μεγάλο βαθμό. Παράλληλα, όμως, μπορούμε να πούμε πως η επικράτηση του καθεστώτος οικογενειακής ή ατομικής ιδιοκτησίας κατά τη Γεωμετρική περίοδο ώθησε στην επιδίωξη υψηλότερων αποδόσεων και στην ανάπτυξη μιας πολυμερούς αγροτικής οικονομίας· μάλιστα, αποδεσμεύοντας τον άνδρα από την κηδεμονία του γένους, τον κατέστησε «άτομο» με δυνατότητα αυτόνομων πρωτοβουλιών. Οι εξελίξεις αυτές είναι σημαντικές, γιατί συνδυαζόμενες με κάποιες άλλες οι οποίες θα συντελεστούν χάρη στην έντονη αποικιακή δραστηριότητα που θ’ αναπτυχθεί κατά την αρχαϊκή περίοδο, θ’ ανοίξουν το δρόμο για την πρόοδο που θα σημειωθεί εκείνη την περίοδο. Από το πλαίσιο της «κλειστής αγροτικής οικονομίας» η ελληνική κοινωνία βγήκε σε μεγάλο βαθμό εξαιτίας του Β’ ελληνικού αποικισμού. Η ανεπάρκεια καλλιεργήσιμης γης, η αύξηση του πληθυσμού, η κατοχή των μεγαλύτερων κτημάτων από τους ευγενείς και οι συνεπακόλουθες πολιτικές αναταραχές ώθησαν μεγάλες ομάδες του πληθυσμού στην αναζήτηση νέων περιοχών για εγκατάσταση και οικονομική εκμετάλλευση. Οι αποικίες που ιδρύθηκαν χρειάζονταν, ειδικά τα πρώτα χρόνια μετά την ίδρυσή τους, προϊόντα που παράγονταν στις μητροπόλεις, και οι τελευταίες με τη σειρά τους χρειάζονταν πρώτες ύλες και νέες αγορές. Με την αποικιακή εξάπλωση, οι Έλληνες απέκτησαν πρόσβαση σε πρώτες ύλες που βρίσκονταν σε πολλά σημεία της Μεσογείου. Συγκεκριμένα, η Δυτική Μεσόγειος εξασφάλιζε την πρόσβαση στον κασσίτερο και το χαλκό της Ιβηρικής χερσονήσου, της Γαλατίας, ακόμη και της Βρετανίας, ενώ η κεντρική και βόρεια Ιταλία πρόσφερε χαλκό, καθώς και σίδηρο από την Έλβα. Στις ακτές του Εύξεινου Πόντου (στην Κολχίδα) υπήρχε χρυσός, ενώ στη βόρεια Μικρά Ασία υπήρχε σίδηρος. Η Κύπρος, νησί πλούσιο σε κοιτάσματα χαλκού, έφερε τους Έλληνες σε επαφή με περιοχές που είχαν παράδοση στη μεταλλουργία και άνοιξε το δρόμο για την εκμετάλλευση ακόμη πιο απομακρυσμένων κοιτασμάτων. Στα παράλια της Μακεδονίας, οικιστές από τα νησιά και την ανατολική Ελλάδα ίδρυσαν νέες πόλεις και σύντομα άρχισε η εκμετάλλευση του χρυσού και του αργύρου από το Παγγαίο όρος. Πριν από την ίδρυση των αποικιών υπήρχαν και έμποροι οι οποίοι, αναζητώντας νέες αγορές για τα προϊόντα τους, προέβησαν σε εγκαταστάσεις σε περιοχές όπου υπήρχαν πρώτες ύλες και, ιδιαίτερα, μέταλλα. Οι αποικίες που δημιουργήθηκαν με αυτό το σκοπό ήταν, στην αρχή τουλάχιστον, εμπορικοί σταθμοί. Κατά τα τέλη του 9ου αι. π.Χ., Κύπριοι οδήγησαν Ευβοείς εμπόρους στις απέναντι ανατολικές ακτές της Ασίας, όπου ίδρυσαν από κοινού ένα εμπορείο στο στόμιο του ποταμού Ορόντη, στη θέση που είναι γνωστή ως Αλ-Μίνα. Η εγκατάσταση και ο λιμένας της θέσης αυτής, με την άμεση πρόσβαση στη συριακή ενδοχώρα και τη Μεσοποταμία, ίσως υπήρξαν η σημαντικότερη πηγή ροής αγαθών από την Ανατολή στον ελληνικό κόσμο τον 8ο αι. π.Χ. Προς τα τέλη του 7ου αι. π.Χ., πόλεις της Μικράς Ασίας, των νησιών, της ανατολικής Ελλάδας και η Αίγινα συμμετέχουν στην ίδρυση εμπορικού σταθμού στη Ναύκρατη, στο δυτικό βραχίονα του Δέλτα του Νείλου. Η Ναύκρατη είχε το χαρακτήρα μιας καθαρά οικονομικής εγκατάστασης μέσω της οποίας οργανώνονταν και ελέγχονταν οι συναλλαγές ανάμεσα στις ελληνικές πόλεις και στην Αίγυπτο. Οι δραστηριότητες των εκεί εγκατεστημένων Ελλήνων περιορίζονταν στην εισαγωγή κρασιού, λαδιού και αργύρου και την εξαγωγή παπύρου, λινών υφασμάτων, σιταριού και ειδών πολυτελείας (ελεφαντόδοντο, αλάβαστρο, αρώματα). Σε σύγκριση με την Αλ-Μίνα, η κοινότητα της Ναύκρατης βρισκόταν σε πλεονεκτικότερη θέση, γιατί οι Αιγύπτιοι επέτρεπαν ένα βαθμό τοπικής διακυβέρνησης από επόπτες που διορίζονταν από κάθε εμπορευόμενη πόλη, καθώς και τη δημιουργία ναών, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνεται το κοινό ιερό γνωστό ως Ελλήνιον, το οποίο πιθανώς είχε σχέση με τη συλλογή των φόρων που έπρεπε να καταβληθούν στα θησαυροφυλάκια των αιγυπτιακών ναών. Η ανάπτυξη των εμπορικών δραστηριοτήτων συντέλεσε στην ανάπτυξη της βιοτεχνίας. Ο χαρακτήρας των βιοτεχνιών της εποχής ήταν σε μεγάλο βαθμό οικογενειακός, καθώς στα περισσότερα βιοτεχνικά εργαστήρια της εποχής το προσωπικό περιοριζόταν στον ιδιοκτήτη της επιχείρησης και στα μέλη της οικογένειάς του. Αποτέλεσμα της ανάπτυξης της βιοτεχνίας ήταν η ολοένα ευρύτερη απασχόληση δούλων στα βιοτεχνικά εργαστήρια. Όπως και κατά την προηγούμενη περίοδο, ορισμένοι τεχνίτες συνέχισαν να περιοδεύουν από τόπο σε τόπο, ενώ σημαντικότερο φαινόμενο από οικονομική άποψη ήταν οι περιοδείες ολόκληρων συνεργείων. Σημαντικός σταθμό στην ιστορία του εμπορίου αποτελεί η εμφάνιση κατά τον 6ο αι. π.Χ. των «καπήλων», που δεν μετακινούνταν όπως οι «έμποροι», αλλά συγκέντρωναν στο κατάστημά τους ποικίλα είδη τα οποία έφταναν στην αγορά από διάφορα σημεία και τα μεταπωλούσαν λιανικώς, αποτελώντας έτσι τους μεσάζοντες ανάμεσα στους παραγωγούς και τους καταναλωτές. Σημαντικές εξελίξεις σημειώθηκαν και στον τομέα της ναυτιλίας. Η ναυσιπλοΐα, κατά τους πρώιμους χρόνους, ήταν μια ριψοκίνδυνη επιχείρηση, περιορισμένη σε λίγους μήνες το χρόνο και σε διαδρομές που, κατά το μέτρο του δυνατού, ποτέ δεν απομάκρυναν τους ναυτικούς σε μεγάλη απόσταση από τη στεριά. Χάρτες πρωτοσχεδιάστηκαν τον 6ο αι. π.Χ., αλλά ακόμη και τότε είχαν ελάχιστη πρακτική αξία σε σύγκριση με την πείρα και τις περιγραφές άλλων ανθρώπων που είχαν προηγηθεί. Για την ανάπτυξη του ναυτικού εμπορίου κατασκευάστηκαν τελειότεροι τύποι εμπορικών πλοίων, με κατάστρωμα και μεγάλο αμπάρι. Οι ανάγκες του εμπορίου οδήγησαν στην ανακάλυψη του νομίσματος και την καθιέρωση κοινών μέτρων για τον υπολογισμό της ποσότητας και του βάρους των εμπορευμάτων. Αυτό έγινε έπειτα από διαδοχικές βελτιώσεις σε αρχαιότερα μέσα, τα οποία χρησιμοποιούνταν για να διευκολύνουν τις ανταλλαγές. Πριν από το 700 π.Χ. αντί νομίσματος χρησιμοποιούνταν τεμάχια πολύτιμων μετάλλων, δηλαδή χρυσού, αργύρου, ηλέκτρου (φυσικού μείγματος χρυσού και αργύρου), «οβελούς» ή «οβολούς» από σίδηρο και όγκους χαλκού (τάλαντα), που είχαν συγκεκριμένο βάρος και αντίστοιχη αξία. Οι ράβδοι από σίδηρο είχαν τη μικρότερη αξία, καθώς έξι από αυτούς αποτελούσαν μία δραχμή. Μεγαλύτερη μονάδα συναλλαγής ήταν το τάλαντο από χαλκό, που άξιζε 6.000 δραχμές και είχε βάρος ½ χιλγρ. Η χρήση αυτών των τεμαχίων από πολύτιμα μέταλλα και των οβελών παρουσίαζε το μειονέκτημα πως κάθε φορά που χρησιμοποιούνταν σε κάποια συναλλαγή έπρεπε να ζυγιστούν, προκειμένου να εξακριβωθεί το βάρος τους. Για να ξεπεραστεί αυτή η δυσκολία και να διευκολυνθούν οι συναλλαγές σε μια εποχή που αυξάνονταν διαρκώς, τα τεμάχια πολύτιμων μετάλλων άρχισαν να σφραγίζονται με το σήμα ενός κράτους, εξέλιξη που σηματοδότησε την εμφάνιση του νομίσματος. Έτσι, τα νομίσματα της Αίγινας έφεραν το σύμβολο της χελώνας, της Εφέσου το σύμβολο της μέλισσας, ενώ της Αθήνας τη γλαύκα. Οι αρχαιότερες ιωνικές σειρές νομισμάτων χρονολογούνται από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ. και έπειτα. Την ίδια περίπου περίοδο εμφανίστηκαν και τα πρώτα αιγινητικά νομίσματα. Η κοπή των πρώτων αθηναϊκών νομισμάτων χρονολογείται μετά το 575 π.Χ. Αυτά αντικαταστάθηκαν από άλλα, που έφεραν το σήμα της γλαύκας, του χαρακτηριστικού εμβλήματος των Αθηναίων, και τα οποία κυκλοφόρησαν μετά το 525 π.Χ. Η Σπάρτη δεν υιοθέτησε ποτέ τη χρήση νομισμάτων και μάλιστα απαγόρευσε στους πολίτες της την κατοχή νομισμάτων άλλων πόλεων, εκτός από κέρματα μικρής αξίας, καθώς και πολύτιμων μετάλλων. Οι ρυθμίσεις αυτές οδήγησαν στην αποκοπή της σπαρτιατικής βιοτεχνίας από τις ξένες αγορές, όπου οι ανταλλαγές γίνονταν πια με νόμισμα, και στη στασιμότητα της εσωτερικής κατανάλωσης. Η ανακάλυψη του νομίσματος συνδέεται βέβαια με την ανάπτυξη του εμπορίου, αλλά παράλληλα είναι στενά συνυφασμένη με το πνεύμα της αρχαϊκής εποχής, που χαρακτηρίζεται από μια τάση για καθορισμό των αξιών και αναζήτηση του ορθού μέτρου. Το εμπόριο οδήγησε επίσης στην καθιέρωση του τόκου. Στην εξέλιξη αυτή συντέλεσε το γεγονός ότι οι εμπορικές επιχειρήσεις είτε απέφεραν κέρδη μεγαλύτερα από τα έως τότε είτε συχνά κατέληγαν σε απώλειες του εμπορεύματος, του μέσου μεταφοράς, και όχι σπάνια και του ίδιου του επιχειρηματία, εξαιτίας της συχνότητας των ναυαγίων και των πειρατικών επιθέσεων. Για τους λόγους αυτούς, οι δανειστές ήθελαν να συμμετέχουν στα αυξανόμενα κέρδη, αλλά και να εξασφαλίζονται απέναντι στους κινδύνους. Έτσι, τα δάνεια έγιναν έντοκα και οι τόκοι διαμορφώθηκαν σε σημαντικό ύψος. Στη συνέχεια, ο τόκος καθιερώθηκε και στα αγροτικά δάνεια, τα οποία τουλάχιστον μέχρι το 700 π.Χ. ήταν άτοκα. Ο τόκος που επιβαλλόταν στα αγροτικά δάνεια ήταν ανάλογος με το κέρδος το οποίο θα αναμενόταν να αποφέρει η διάθεση του προϊόντος στο εμπόριο, δηλαδή μεγάλος. Τα αρχαιότερα στοιχεία για έντοκα δάνεια και τις κοινωνικές τους επιπτώσεις τους αφορούν την Αττική, πριν από το τέλος του 7ου αι. π.Χ., και τα Μέγαρα, κατά την αρχή του επόμενου αιώνα. Σημαντική πρόοδος σημειώθηκε και στο χώρο της μεταλλοτεχνίας. Εκείνη την περίοδο, ο καθαρισμός του σιδήρου από τις προσμείξεις γινόταν με λιγότερες απώλειες, ενώ οι σιδηρουργοί κατείχαν τις βασικές μεθόδους κατεργασίας του και γνώριζαν τον τρόπο να παράγουν χάλυβα. Έτσι, όπλα και εργαλεία από σίδηρο παράγονταν σε μεγαλύτερες ποσότητες. Οι χαλκουργοί, βελτιώνοντας τις μεθόδους της εργασίας τους, κατασκεύαζαν κράνη, θώρακες και ασπίδες, που φοριούνταν πιο άνετα και παρείχαν μεγαλύτερη προστασία. Τα παραπάνω είδη, καθώς και οι λέβητες, τα αγγεία, οι τρίποδες και τα αγάλματα που γίνονταν από χαλκό, κατασκευάζονταν από σφυρήλατα ελάσματα χαλκού. Από συμπαγή χυτό χαλκό κατασκευάζονταν μόνο μικρά αγάλματα, γιατί το μέταλλο ήταν πολύ ακριβό, ενώ για τα μεγαλύτερα, από τα μέσα του 6ου αι. π.Χ., εφαρμόστηκαν μέθοδοι που άφηναν το εσωτερικό του αγάλματος κενό. Τα μικρασιατικά παράλια του Αιγαίου, γνωστά από την αρχαιότητα με τη γενική ονομασία Ιωνία, ήταν η περιοχή του ελληνικού κόσμου που πρώτη αναπτύχθηκε οικονομικά και πολιτιστικά. Οι ελληνικές πόλεις που ιδρύθηκαν εδώ με τον πρώτο αποικισμό βρίσκονται σε σημεία όπου το Αιγαίο συναντάει την Ανατολή και από όπου οι θαλάσσιοι δρόμοι συνεχίζονται από τη στεριά έως την ενδοχώρα της Ασίας μέσα από τις κοιλάδες των ποταμών. Αυτή η καίρια για τις ανταλλαγές θέση, καθώς και η εύφορη γη, ήταν οι βασικοί λόγοι που ευνόησαν την ανάπτυξη των μικρασιατικών πόλεων. Ανάμεσά τους ξεχώρισαν η Μίλητος, η Έφεσος, η Σμύρνη, η Χίος, η Σάμος και η Φώκαια. Η Μίλητος είχε ιδρύσει αποικίες σε ολόκληρο σχεδόν τον Εύξεινο Πόντο, ενώ αποικία της Φώκαιας ήταν η Μασσαλία, στις μεσογειακές ακτές της σημερινής Γαλλίας. Στην ηπειρωτική Ελλάδα, εκτός από την Αθήνα και τη Σπάρτη, σημαντική ανάπτυξη γνώρισαν στην Πελοπόννησο το Άργος, η Σικυώνα και, κυρίως, η Κόρινθος. Η Κόρινθος άρχισε να αναπτύσσεται από τον 7ο αι. π.Χ. και η μεγάλη ακμή της, που σημειώθηκε στα αμέσως επόμενα χρόνια, οφείλεται κυρίως στο υπερπόντιο εμπόριο. Η επίκαιρη θέση που είχε της έδινε τη δυνατότητα να ελέγχει το πέρασμα από τη Στερεά Ελλάδα στην Πελοπόννησο και αντίστροφα, και διέθετε δύο λιμάνια: το Λέχαιο στον Κορινθιακό κόλπο, για την επικοινωνία με τη Δύση, και τις Κεγχρεές στον Σαρωνικό, για την επικοινωνία με την Ανατολή. Ο Περίανδρος, τύραννος της Κορίνθου, κατασκεύασε τον Δίολκο, λιθόστρωτο δρόμο για τη διίσθμιση των καραβιών στον Ισθμό της Κορίνθου. Στα τέλη του 7ου και στις αρχές του 6ου αι. π.Χ., η Κόρινθος ήταν μία από τις πιο πλούσιες ελληνικές πόλεις και το εμπόριό της γνώριζε μεγάλη άνθηση. Είχε δημιουργήσει αξιόλογο ναυτικό και είχε ιδρύσει πολλές αποικίες στην Κέρκυρα και τις ακτές του Ιονίου πελάγους, καθώς επίσης στη Δύση (Συρακούσες). Από τα μέσα του 6ου αιώνα, όμως, το κορινθιακό εμπόριο άρχισε να υποσκελίζεται από το εμπόριο άλλων πόλεων, όπως της Αθήνας. Ωστόσο, η Κόρινθος εξακολούθησε να είναι πλούσια και ισχυρή πόλη και το ναυτικό της ήταν το δεύτερο σε δύναμη στην Ελλάδα, μετά το αθηναϊκό. Αναφορικά με την άλλη σημαντική πόλη της Πελοποννήσου, τη Σπάρτη, πρέπει να σημειωθεί ότι στα αρχαϊκά χρόνια χρονολογούνται οι εξελίξεις εκείνες που οδήγησαν την οικονομία της σε παρακμή. Τα αρχαιολογικά ευρήματα αποδεικνύουν ότι οι εξαγωγές λακωνικών αγγείων και χάλκινων αγαλμάτων συνεχίστηκαν σε όλη τη διάρκεια του 6ου αι. π.Χ. Η λακωνική αγγειογραφία έφτασε στην ακμή της στα μέσα του 6ου αι. π.Χ., ενώ η παρακμή της οφείλεται στον ανταγωνισμό της με την αττική αγγειοπλαστική. Έως το τέλος του αιώνα, είχε παρακμάσει η λαμπρή λακωνική ορειχαλκουργία. Στην Εύβοια ξεχώρισαν κυρίως δύο πόλεις: η Χαλκίδα και η Ερέτρια. Απόδειξη της ακμής τους είναι και η μεγάλη αποικιστική δραστηριότητα που ανέπτυξαν, ιδιαίτερα στις αρχές του δεύτερου αποικισμού. Τέλος, η ανάπτυξη της αθηναϊκής οικονομίας στηρίχτηκε στα κοιτάσματα αργύρου που υπήρχαν στα νοτιοανατολικά της Αττικής, καθώς και στον άφθονο άργιλο για την αγγειοπλαστική. Οι εξαγωγές μελανόμορφων αγγείων αυξήθηκαν σταδιακά στη διάρκεια του πρώτου μισού του 6ου αι. π.Χ. Η εξαγωγή και οι τόποι προορισμού των μελανόμορφων αγγείων αποτελούν τη σαφέστερη ένδειξη για την ανάπτυξη της αθηναϊκής οικονομίας. Την περίοδο 560-520 π.Χ., τα αττικά αγγεία έφταναν στη Χίο, τη Λέσβο, την Κύπρο, τη Μικρά Ασία, στις ακτές του Εύξεινου Πόντου, στην Αίγυπτο, την Κάτω Ιταλία, την Ετρουρία και τη νότια Γαλατία. Μεταξύ 600-560 π.Χ., οι Αθηναίοι απέσπασαν τη Σαλαμίνα από τους Μεγαρείς, γεγονός που ασφάλιζε το Φαληρικό κόλπο από επιθέσεις και διευκόλυνε το εμπόριο με την Κόρινθο. Έτσι, γύρω στο 500 π.Χ., η Αθήνα είχε αναδειχθεί στο μεγαλύτερο εξαγωγέα αγγείων μεταξύ των ελληνικών πόλεων, εξάγοντας παράλληλα λάδι, κρασί και ασήμι. Εισήγε σιτηρά, ψάρια και ξυλεία για τη ναυπήγηση πλοίων. Ο πληθυσμός της αυξανόταν και η οικονομική ανάπτυξη προσέλκυε μετανάστες. Η κοινωνία στην Αρχαϊκή περίοδο Στον 8ο αι. π.Χ. ανάγεται η ανάδυση της πόλης-κράτους ως νέας και σταδιακά κυρίαρχης μορφής πολιτικής συγκρότησης των ελληνικών κρατών. Η μορφή συγκρότησης του φυλετικού κράτους περιορίστηκε σε πολύ λίγες περιπτώσεις, όπως ήταν τα κράτη που διαμορφώθηκαν στη Μακεδονία και την Ήπειρο, αλλά και εκείνα των Ακαρνάνων, των Λοκρών, των Αιτωλών και των Αρκάδων στη νότια Ελλάδα. Στο πλαίσιο των πόλεων-κρατών περιορίστηκε η δύναμη του βασιλιά, ενώ παράλληλα αυξήθηκε η ισχύς των ευγενών. Στα περισσότερα ελληνικά κράτη, η βασιλεία καταργήθηκε, με αποτέλεσμα, όταν άρχισε ο δεύτερος αποικισμός, το πολίτευμα αυτό να μην υπάρχει πλέον παρά μόνο σε ορισμένες περιοχές (για παράδειγμα, Μακεδονία και Ήπειρος). Βέβαια, ο θεσμός του βασιλιά διατηρήθηκε, όμως με πολύ περιορισμένες αρμοδιότητες. Για παράδειγμα, στην Αθήνα η εξουσία των βασιλιάδων συρρικνώθηκε με τη δημιουργία νέων αξιωμάτων και με τη μείωση του χρόνου της θητείας όλων των αξιωματούχων σε ένα χρόνο. Στα άλλα κράτη, την εξουσία πήραν στα χέρια τους οι ευγενείς, στο πλαίσιο του αριστοκρατικού πολιτεύματος. Οι ευγενείς οργανώνονταν σε αντίπαλες πολιτικές ομάδες, τις «εταιρείες», που βρίσκονταν σε διαρκή ανταγωνισμό μεταξύ τους και συχνά κατέφευγαν στη συνωμοτική δράση. Στην περίπτωση της επικράτησης μιας από αυτές, συχνά οι αντίπαλοί της αναγκάζονταν να πάρουν το δρόμο της εξορίας. Στον Όμηρο, οι ευγενείς αναφέρονται με τους όρους «αγαθοί», «άριστοι» (δηλαδή ικανοί, άξιοι, ανδρείοι, χρηστοί και γενικά κάτοχοι κάθε αρετής). Στη μεθομηρική γραμματεία, εκτός από αυτούς τους όρους εμφανίζονται πολλοί άλλοι: «καλοί καγαθοί» (ωραίοι και κάτοχοι αρετών και ικανοτήτων), «ευγενείς» «ευπατρίδαι», «γενναίοι» (και τα τρία αυτά επίθετα τονίζουν την καλή καταγωγή), «γνώριμοι», «επιεικείς», «χαρίεντες», «χρηστοί». Οι ευγενείς κατείχαν μεγάλες εκτάσεις γης με κληρονομικούς τίτλους και σε αυτές στήριζαν τη δύναμή τους. Παράλληλα, ωφελήθηκαν με διάφορους τρόπους από την ανάπτυξη του εμπορίου. Στις περιπτώσεις όπου δεν διέθεταν επαρκείς πόρους από αγροτικά περιουσιακά στοιχεία, ασχολήθηκαν συστηματικά με το εμπόριο. Η αύξηση της ζήτησης αγροτικών προϊόντων λόγω της ανάπτυξης του εμπορίου είχε, άλλωστε, ως συνέπεια την περισσότερο εντατική εκμετάλλευση των κτημάτων και των ποιμνίων των ευγενών. Σε πολλές περιπτώσεις, μάλιστα, έγιναν και γάμοι μελών αριστοκρατικών οικογενειών με μέλη οικογενειών που πλούτισαν από τις νέες πηγές πλούτου, όπως το εμπόριο. Αυτή την τάση πολλών ευγενών να ασχολούνται με το εμπόριο και να πλουτίζουν από αυτό, την καυτηριάζει ο ποιητής Θέογνης, ο οποίος καταγόταν από τα Μέγαρα κι έζησε τον 6ο αι. π.Χ. Ο Θέογνης συνιστά στους «καλούς», όπως χαρακτηρίζονται οι ευγενείς, να μη συναναστρέφονται τους «κακούς», όπως αποκαλούνται οι μη ευγενείς, προκειμένου να διατηρήσουν την καθαρότητά τους. Αξιοσημείωτη είναι η στάση των ευγενών απέναντι στην εργασία. Αντιμετώπιζαν απαξιωτικά την εργασία, γιατί θεωρούσαν πως έφθειρε το σώμα του εργαζόμενου και τον ανάγκαζε να παραμελεί την καλλιέργεια της ψυχής. Αντιθέτως, θεωρούσαν ότι η «σχολή» έδινε τη δυνατότητα για άσκηση του σώματος και καλλιέργεια της ψυχής και του πνεύματος, με αποτέλεσμα να γίνει «καλός καγαθός». Οι ευγενείς θεωρούσαν τόσο ατιμωτική την άσκηση επαγγέλματος, ώστε, ας σημειωθεί, ο θηβαϊκός νόμος απαγόρευε την κατάληψη αρχής σε πρόσωπο που δεν είχε πάψει να εργάζεται τουλάχιστον δέκα χρόνια νωρίτερα. Στη σπαρτιατική κοινωνία, οι τέχνες και το εμπόριο ήταν υπόθεση των περιοίκων, καθώς οι Σπαρτιάτες περιφρονούσαν την εργασία και δεν ασχολούνταν με παραγωγικές εργασίες. Ουσιαστικό στοιχείο της αριστοκρατικής ιδεολογίας ήταν ο συναγωνισμός μεταξύ των «αγαθών» για την ανάδειξη του «αρίστου». Στο πλαίσιο της αριστοκρατικής ιδεολογίας και του αριστοκρατικού τρόπου ζωής συντελέστηκε η αποκοπή του ατόμου από το σύνολο και η διαμόρφωση ατομικών συνειδήσεων, εξέλιξη πολύ σημαντική σε πανελλήνιο αλλά και σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια νέα αριστοκρατία διαμορφώθηκε και στις αποικίες. Οι πρώτοι άποικοι, ευγενείς και μη, μοίρασαν σε κλήρους τη γη που κατέκτησαν. Όσο καιρό ήταν λίγοι και οι γαίες άφθονες, καλούσαν και άλλους άποικους με την υπόσχεση να τους δώσουν κτήματα και πολιτικά δικαιώματα και αποδεικνύονταν εξίσου γενναιόδωροι σε όσους έρχονταν με δική τους πρωτοβουλία. Όμως, από την εποχή που άρχισαν να εξαντλούνται οι διαθέσιμες γαίες, ενώ συγχρόνως γινόταν χρήσιμη η παρουσία μετοίκων οι οποίοι παρείχαν υπηρεσίες χωρίς να απολαμβάνουν δικαιώματα, οι παλαιοί άποικοι άρχισαν να αποκτούν νοοτροπία και αντιδράσεις αριστοκρατών, με την τάση να κρατήσουν κλειστό τον κύκλο τους. Αναπτύχθηκε λοιπόν ένας έντονος ανταγωνισμός και αρκετές αποικίες υπέφεραν από στάσεις. Τέτοια φαινόμενα αναφέρονται στην Απολλωνία της Ιλλυρίας, την Απολλωνία της Θράκης, στο Βυζάντιο και στην Κυρήνη. Η συγκέντρωση μεγάλης δύναμης στα χέρια των ευγενών σε πολλές περιπτώσεις τούς οδήγησε σε αυθαιρεσίες εις βάρος των ασθενέστερων πολιτών, γεγονός που προκάλεσε τη διατύπωση από την πλευρά των απλών πολιτών και την επίτευξη του αιτήματος για καταγραφή νόμων. Μολονότι και μετά την καταγραφή των νόμων υπήρξαν αυθαίρετες δικαστικές αποφάσεις, η καταγραφή από μόνη της παραμένει μια σημαντική εξέλιξη, γιατί άνοιξε το δρόμο στον περιορισμό της δύναμης των ευγενών. Σε αυτό το πνεύμα εντάσσεται η νομοθεσία του Δράκοντα στην Αθήνα το 621 π.Χ., μολονότι και μετά από αυτήν συνεχίστηκαν οι αυθαιρεσίες εκ μέρους των ευγενών. Η ανάπτυξη του εμπορίου και της βιοτεχνίας κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου στις ελληνικές πόλεις είχε ως αποτέλεσμα τη δημιουργία μιας νέας, οικονομικά ισχυρής τάξης πολιτών που αποτελούνταν από εμπόρους, βιοτέχνες και πλοιοκτήτες, η οποία σύντομα άρχισε να διεκδικεί πολιτικά δικαιώματα από τους ευγενείς και να κατέχει πρωταρχικό ρόλο στις πολιτικές μεταβολές που ακολούθησαν. Οι πολίτες αυτοί, πάντοτε ανήσυχοι και ριψοκίνδυνοι, πλούτισαν μέσα από δρόμους που συχνά είχαν ανοίξει οι ίδιοι. Με τη διαμόρφωση αυτής της τάξης, δυνάμωσε η αντίδραση απέναντι στην αυθαιρεσία των ευγενών και τη μονοπώληση της εξουσίας εκ μέρους τους. Η τάξη αυτή απαίτησε συμμετοχή στην εξουσία, με αποτέλεσμα τη διαμόρφωση τιμοκρατικών πολιτευμάτων, όπου στη διακυβέρνηση συμμετείχαν όχι μόνο όσοι διέθεταν κληρονομικούς τίτλους ιδιοκτησίας μεγάλων τμημάτων γης, αλλά όσοι είχαν υψηλό εισόδημα. Στην περίπτωση της Αθήνας, για παράδειγμα, μετά την ενοποίηση της Αττικής, τα πολιτικά προνόμια περιορίστηκαν σε μια κληρονομική ηγετική τάξη, τους ευπατρίδες. Από τις αρχές του 6ου αι. π.Χ., ορισμένα γένη που δεν ανήκαν στην εν λόγω τάξη είχαν συσσωρεύσει ανάλογη ή και μεγαλύτερη περιουσία, κάτι που τους οδήγησε στην απαίτηση συμμετοχής στην πολιτική εξουσία. Ο Σόλων αναγνώρισε το αίτημα αυτό, αντικαθιστώντας το κληρονομικό δικαίωμα με τον πλούτο, ως όρο για την ανάληψη δημόσιου αξιώματος. Με αυτή τη μεταρρύθμιση, μετασχημάτισε την Αθήνα από κλειστή σε ανοιχτή κοινωνία. Οι κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις που συντελέστηκαν κατά τη διάρκεια της Αρχαϊκής περιόδου ενισχύθηκαν και από κάποιες σημαντικές αλλαγές στον οπλισμό και στην τακτική των μαχών. Αυτές οι αλλαγές συντελέστηκαν στη Σπάρτη, την Κόρινθο, την Αττική, ίσως και σε άλλες ελληνικές πόλεις από το πρώτο τέταρτο του 6ου αι. π.Χ., και στη Μικρά Ασία μετά από τα μέσα του ίδιου αιώνα. Ο μαχητής έφερε ξίφος και επιθετικό δόρυ και, κυρίως, φορούσε προστατευτική πανοπλία που απαρτιζόταν από κλειστό κράνος, επίπεδο θώρακα, κατασκευασμένο από κρατέρωμα, και περικνημίδες, σε συνδυασμό με μια στρογγυλή ασπίδα που δεν προσδενόταν πλέον στο σώμα, αλλά κρατιόταν σταθερά με το αριστερό χέρι, από μια εσωτερική λαβή, τον πόρπακα. Τα νέα όπλα που χρησιμοποιούνται διαθέτουν μεγαλύτερο πάχος, αλλά καθώς η ασπίδα ήταν πιο μικρή, κάλυπτε μόνο το αριστερό πλευρό του στρατιώτη. Προκειμένου να προστατεύουν και το άλλο πλευρό, οι στρατιώτες έπρεπε να σχηματίζουν σφιχτή παράταξη, ώστε ο καθένας να προστατεύεται από το τμήμα της ασπίδας του διπλανού του, το οποίο περίσσευε. Σε έναν τέτοιο σχηματισμό, ο χειρισμός του ξίφους του πολεμιστή ήταν αδύνατος, καθώς εμποδιζόταν από την ασπίδα του διπλανού του. Γι’ αυτό το λόγο υιοθετήθηκε η χρήση δόρατος που προτεινόταν πάνω από τις ασπίδες, ενώ τα ξίφη χρησιμοποιούνταν μόνο στην περίπτωση που ο σχηματισμός διαλυόταν και οι στρατιώτες αναγκάζονταν να πολεμήσουν ατομικά. Εξαιτίας, λοιπόν, αυτών των εξελίξεων, χαρακτηριστικό στρατιωτικό σώμα των αναπτυγμένων πόλεων έγινε η φάλαγγα οπλιτών, πολεμιστών με ελαφρύ οπλισμό. Η πολεμική τακτική που βασίστηκε σε αυτές τις αλλαγές δεν απαιτούσε τις ατομικές ικανότητες που είχαν αναπτύξει οι ευγενείς, ούτε συμβάδιζε με τα αριστοκρατικά ιδεώδη περί γενναιότητας. Οι ευγενείς περιορίστηκαν στα τμήματα του ιππικού, καθώς διέθεταν άλογα και ασκούνταν στην ιππασία. Εξαιτίας αυτής της εξέλιξης, το βάρος της μάχης πέρασε από τους σχετικά λίγους αριστοκράτες σε έναν ευρύτερο αριθμό πολιτών, η οποία απαίτησε με τη σειρά της μερίδιο από τη νομή της εξουσίας. «Οπλίται» (έτσι ονομάστηκαν οι στρατιώτες που έφεραν πλήρη οπλισμό και υπηρετούσαν στη φάλαγγα) γίνονταν οι ευπορότεροι γεωργοί, οι έμποροι και οι τεχνίτες που μπορούσαν να αγοράζουν τον απαιτούμενο οπλισμό, καθώς στην αρχαιότητα ο οπλισμός ήταν ατομική ιδιοκτησία. Η νέα μορφή διεξαγωγής της μάχης, καθώς απαιτούσε πολύ μεγαλύτερη οργάνωση και πειθαρχία από ό,τι η παλαιότερη, μπορούμε να πούμε ότι συνέβαλε στην ενίσχυση της συνοχής του κράτους και την εμπέδωση της αίσθησης του συνανήκειν σε μια πολιτική κοινότητα. Η κατηγορία των οικονομικά ασθενεστέρων γεωργών γνώρισε νέα επιδείνωση της θέσης της μετά την αρχή του 6ου αι. π.Χ. Και τούτο γιατί συνεχίστηκε η διαδικασία κατακερματισμού των κλήρων, λόγω της διανομής τους μεταξύ των διαδοχικών κληρονόμων. Έτσι αυξήθηκε ο αριθμός των ακτημόνων (θητών), καθώς και εκείνων που διέθεταν ανεπαρκή κλήρο. Στα κράτη τα οποία ανέπτυξαν το δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα της οικονομίας τους, πολλοί από αυτούς, προκειμένου να αντεπεξέλθουν στις οικονομικές δυσκολίες που αντιμετώπιζαν, κατέφευγαν στο δανεισμό. Η θέση αυτής της κατηγορίας γεωργών επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο, καθώς μετά τα μέσα του 6ου αι. π.Χ. πουλούσαν ως δούλους τους οφειλέτες και τα μέλη της οικογένειάς τους, όταν δεν μπορούσαν να καταβάλουν τους τόκους του δανείου. Όσο καιρό κατέβαλλαν τους τόκους, αλλά δεν επέστρεφαν το δάνειο, το κτήμα τους ήταν δεσμευμένο από το δανειστή και οι ίδιοι βαρύνονταν με υποχρεώσεις που τους έφερναν κοντά στη θέση των δουλοπάροικων. Προκειμένου να αποτραπεί μια τέτοια εξέλιξη, καθώς επίσης η σοβαρή οικονομική και κοινωνική κρίση που συνεπαγόταν, σε πολλές πόλεις εξελέγησαν νομοθέτες ή «αισυμνήτες», για να ρυθμίσουν αυτά τα σοβαρά κοινωνικά προβλήματα. Περιγράφοντας την κατάσταση που επικρατούσε στην Αθήνα πριν από τη νομοθεσία του Σόλωνα, ο Αριστοτέλης αναφέρει ότι «πάσα γη δι’ ολίγων ην» (όλη η γη ανήκε σε λίγους) (Αθ. Πολ. 2.2) και ότι εξαιτίας αυτής της κατάστασης «αντέστη τοις γνωρίμοις ο δήμος» (ο λαός εξεγέρθηκε ενάντια στους ευγενείς). Στην Αθήνα, ο Σόλων με τη νομοθεσία του («σεισάχθεια») απέτρεψε το ενδεχόμενο μετατροπής ενός μεγάλου αριθμού Αθηναίων πολιτών σε δούλους. Απομάκρυνε τους «όρους» (λίθινες πλάκες που στήνονταν σε υποθηκευμένες ιδιοκτησίες) οι οποίοι κρατούσαν σκλαβωμένη τη γη και ελευθέρωσε όσους εξαρτώνταν από τη θέληση των κυρίων τους. Αν αυτή η εξέλιξη δεν είχε αποτραπεί, η αθηναϊκή –και γενικότερα η ελληνική ιστορία– θα είχε εντελώς διαφορετική πορεία. Οι δούλοι καλλιεργούσαν χωράφια, έβοσκαν ζώα, εργάζονταν στις βιοτεχνίες, αλλά και μέσα στα σπίτια ως υπηρέτες (οικιακοί δούλοι). Οι τελευταίοι είχαν συχνά καλές συνθήκες ζωής σε σχέση με τους υπόλοιπους. Καθώς η μισθοδοσία ενός ελεύθερου εργάτη στοίχιζε περισσότερο από το άθροισμα των εξόδων συντήρησης ενός δούλου και της απόσβεση του κεφαλαίου που διατέθηκε για την αγορά του, οι επιχειρηματίες έτειναν να χρησιμοποιούν δούλους, όπου αυτό ήταν δυνατό: κατά προτίμηση σε εργασίες που δεν απαιτούσαν ειδική εκπαίδευση και δεξιοτεχνία, αλλά απλώς μυϊκή προσπάθεια. Έτσι, οι ελληνικές κοινωνίες άρχισαν όχι μόνο να διατηρούν στη ζωή τους αιχμαλώτους, τους οποίους παλιότερα εξόντωναν, αλλά και να προβαίνουν σε αγορές δούλων. Δούλοι, βέβαια, υπήρχαν και στους πρώτους μεταμυκηναϊκούς χρόνους, αλλά πηγή προέλευσής τους ήταν αποκλειστικά η πειρατεία και ο πόλεμος, ενώ τώρα εμφανίζονται αργυρώνητοι δούλοι. Οι δούλοι αυτοί προέρχονται κυρίως από τη Λυδία, την Παφλαγονία και τη Φρυγία. Στη διεξαγωγή δουλεμπορίου διακρίθηκαν οι πόλεις που βρίσκονταν κοντά σε βαρβαρικές περιοχές, όπως η Χίος, η Έφεσος και το Βυζάντιο. Κατά τον Θεόπομπο, πρώτοι οι Χίοι απέκτησαν αργυρώνητους δούλους. Επιπλέον, με την καθιέρωση των έντοκων αγροτικών δανείων, πολλοί Έλληνες που δεν μπορούσαν να ξοφλήσουν τα χρέη τους μπορούσαν να πουληθούν ως δούλοι στο εξωτερικό. Παρά το γεγονός ότι οι αριθμοί των δούλων δεν ήταν ακόμη σημαντικοί, οι θήτες άρχισαν να υφίστανται τις συνέπειες της προτίμησης των δούλων σε ορισμένες εργασίες. Η θέση της γυναίκας αριστοκρατικής καταγωγής κατά την Αρχαϊκή περίοδο προσδιοριζόταν από τα καθήκοντα και τις εξουσίες που είχε στο πλαίσιο του οίκου. Ασχολούνταν με τις οικιακές εργασίες, αλλά παράλληλα διηύθυνε την εργασία των υπηρετριών και ορισμένων υπηρετών από τους οποίους περιτριγυριζόταν. Ανάλογα με τη χρήση που έκανε αυτής της εξουσίας, διακρινόταν η καλή από την κακή οικοδέσποινα, εκείνη που βοηθούσε αποτελεσματικά το σύζυγό της στο έργο της διατήρησης των αγαθών του οίκου και εκείνη που δυσκόλευε αυτό το έργο. Από την άλλη, οι γυναίκες των φτωχών και εξαρτημένων χωρικών περνούσαν δίπλα στο σύζυγό τους τη δύσκολη ζωή που περιγράφει ο ποιητής Ησίοδος στο έργο του ‘Εργα και Ημέραι. Στην περίπτωση των αποικιών, πρέπει να διακρίνουμε δύο διαφορετικές υποπεριπτώσεις: στην πρώτη, οι άποικοι εγκαθίσταντο στη νέα τους πατρίδα χωρίς να έχουν φέρει μαζί τους γυναίκες από τις πόλεις από τις οποίες προέρχονταν. Τότε, και προκειμένου να εξασφαλίσουν τη διαιώνιση της κοινότητας, έβρισκαν γυναίκες στους τόπους όπου πήγαιναν, είτε ειρηνικά είτε καταφεύγοντας στη βία. Η πολύ γνωστή παράδοση σχετικά με την ίδρυση της Μασσαλίας επιβεβαιώνει τα παραπάνω: η κόρη του ντόπιου αρχηγού ενώθηκε με τον ‘Ελληνα αρχηγό της αποστολής της Φώκαιας. Στη δεύτερη περίπτωση, έφερναν γυναίκες μαζί τους από τους τόπους προέλευσής τους. Τότε αναπαρήγαν στη νέα πόλη τις δομές της παλαιάς: η γυναίκα που ερχόταν μαζί τους από τη μητρόπολη γινόταν φύλακας του οίκου. ΚΛΑΣΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Κλασική περίοδο Κατά την Κλασική περίοδο σημειώθηκε σημαντική οικονομική ανάπτυξη εξαιτίας της επέκτασης των δραστηριοτήτων των Ελλήνων στο χώρο της Μεσογείου, της αύξησης του όγκου των εμπορικών συναλλαγών και της ανάπτυξης της βιοτεχνικής δραστηριότητας. Οι εμπορικές επιχειρήσεις παρέμειναν σχετικά μικρές και η λειτουργία τους εξακολούθησε να επηρεάζεται από πολλούς αστάθμητους παράγοντες. Λόγω αυτών των παραγόντων, οι έμποροι αναλάμβαναν εξαιρετικά μεγάλο επιχειρηματικό κίνδυνο, που ως ένα βαθμό μεταβιβαζόταν στους δανειστές τους. Οι τελευταίοι, προκειμένου να εξασφαλίσουν τα χρήματα που δάνειζαν, τα διέθεταν με αντάλλαγμα τον υψηλό τόκο. Αλλά και το μέγεθος των βιοτεχνικών επιχειρήσεων στην Κλασική εποχή ήταν κατά κανόνα μικρό, και στις περισσότερες περιπτώσεις δεν χρησιμοποιούνταν περισσότεροι από 1-2 δούλοι, που εργάζονταν μαζί με τεχνίτες, συνήθως ιδιοκτήτες της επιχείρησης. Η παραγωγή των προϊόντων της υφαντουργίας εξακολούθησε να πραγματοποιείται κυρίως από τις γυναίκες στο πλαίσιο κάθε οικογένειας. Παρά τη σημαντική ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου κατά τη διάρκεια της Κλασικής περιόδου, η επιθυμία για την κατοχή γεωργικών εκτάσεων συνέχισε να είναι ισχυρή, λόγω των κινδύνων που παρουσίαζαν συχνά αυτές οι δραστηριότητες. Η επιθυμία αυτή συνδέεται και με τη μειωμένη παραγωγικότητα του πρωτογενούς τομέα, που οφείλεται στην αγρανάπαυση και τη χρήση παραδοσιακών μεθόδων καλλιέργειας, όσο και με τη συνακόλουθη έλλειψη σε είδη διατροφής, κυρίως δημητριακά. Οι συνέπειες των ασταμάτητων εμφύλιων πολέμων που συγκλόνισαν τον ελληνικό κόσμο της κλασικής αρχαιότητας είχαν ολέθριες συνέπειες στην οικονομία. Η διαρκής εμπόλεμη κατάσταση εμπόδιζε τη συστηματική καλλιέργεια της γης και αποτέλεσε πλήγμα για τους μικρούς καλλιεργητές, που αναγκάζονταν πολλές φορές να πουλούν τα κτήματά τους και να καταφεύγουν στις πόλεις. Έτσι, η γη περνούσε σιγά σιγά στα χέρια των πλουσίων. Επιπλέον, όταν ένας στρατός πραγματοποιούσε εισβολή σε αντίπαλη περιοχή, κατέστρεφε τις καλλιέργειες και έκοβε τα οπωροφόρα δέντρα. Εξαιτίας αυτών των πολέμων το εμπόριο περιορίστηκε, ιδιαίτερα το εξαγωγικό θαλάσσιο εμπόριο, ενώ μειώθηκαν και οι εξαγωγές, γεγονός που συντέλεσε στη μείωση της παραγωγής των αντίστοιχων προϊόντων, δηλαδή στον περιορισμό των βιοτεχνικών δραστηριοτήτων. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου παγιώθηκε η τάση μετατροπής της σπαρτιατικής κοινωνίας σε μια κλειστή, «στατική» κοινωνία. Η σπαρτιατική κοινωνία, μεταξύ 468-459 π.Χ., δοκιμάστηκε από τον Γ’ Μεσσηνιακό πόλεμο με τους είλωτες. Εξαιτίας αυτών των εξελίξεων, η σπαρτιατική τέχνη των έξι τελευταίων δεκαετιών του 5ου αι. π.Χ. ήταν μια επαρχιακή τέχνη χωρίς πνοή, η οποία αγνοούσε εντελώς το κύμα δημιουργικότητας που σάρωνε την υπόλοιπη Ελλάδα. Οι ολιγάριθμοι Σπαρτιάτες έπρεπε να ασκούνται διαρκώς, προκειμένου να είναι σε θέση να προστατεύσουν την πατρίδα τους από τους εξωτερικούς και τους εσωτερικούς κινδύνους. Σε αντίθεση με τη Σπάρτη, η τάση ανάπτυξης της Αθήνας κορυφώθηκε και η πόλη αυτή δέσποσε στον ελληνικό κόσμο της περιόδου. Γι’ αυτό αξίζει να γίνει κάποια ιδιαίτερη αναφορά στην οικονομία της κλασικής Αθήνας. Η οικονομία της κλασικής Αθήνας Στην Αθήνα του 5ου και του 4ου αι. π.Χ., ασφαλείς πηγές εισοδήματος παρέμεναν η εκμετάλλευση της έγγειας ιδιοκτησίας και η γεωργία, μολονότι η ανάπτυξη του εμπορίου, της βιοτεχνίας και των χρηματιστικών δραστηριοτήτων ήταν ιδιαίτερα σημαντική. Δεν είναι τυχαίο ότι στην Αθήνα της κλασικής περιόδου τα ζητήματα που μόνιμα απασχολούσαν την εκκλησία του δήμου ήταν δύο: η ασφάλεια της πόλης και η επάρκεια σε σιτηρά. Στον τομέα της γεωργίας, ιδιαίτερη φροντίδα καταβαλλόταν για την καλλιέργεια προϊόντων που εξάγονταν, όπως ήταν το λάδι και το κρασί. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας ευνοήθηκε από την εξασφάλιση πρώτων υλών από περιοχές της αθηναϊκής ηγεμονίας, καθώς και από τη δημιουργία νέων αγορών. Τα σημαντικότερα βιοτεχνικά εργαστήρια ήταν τα εργαστήρια κεραμεικής, τα χαλκουργεία και τα βυρσοδεψεία. Ένα μεγάλο μέρος από τα προϊόντα που παράγονταν από τη γεωργία, και κυρίως από το λάδι και το κρασί, το απορροφούσε το εξαγωγικό εμπόριο. Η μεταφορά τους γινόταν μέσα σε αγγεία, με αποτέλεσμα την ανάγκη αύξησης της παραγωγής των τελευταίων. Το μέγεθος των βιοτεχνικών εργαστηρίων της εποχής παρέμεινε σχετικά μικρό, όπως και στις άλλες ελληνικές πόλεις όπου αναπτύχθηκε η βιοτεχνία. Η μεγαλύτερη βιοτεχνία της κλασικής Αθήνας που μας είναι γνωστή είναι ιδιοκτησία του Κεφάλου, πατέρα του γνωστού Αθηναίου ρήτορα Λυσία και μετοίκου από τις Συρακούσες. Απασχολούσε 120 δούλους που κατασκεύαζαν ασπίδες. Αναφέρεται επίσης ότι ο πατέρας του ρήτορα Δημοσθένη είχε δύο βιοτεχνίες (μαχαιροποιίας και κατασκευής επίπλων), στις οποίες απασχολούνταν περίπου 50 δούλοι. Οι περιπτώσεις αυτές, όμως, φαίνεται ότι αποτελούσαν εξαιρέσεις. Στην περίοδο υπό εξέταση, ο Πειραιάς αναδείχθηκε στο σημαντικότερο εμπορικό λιμάνι του ελληνικού κόσμου, ενώ η αθηναϊκή εμπορική δραστηριότητα εξαπλώθηκε και στη Δύση, την οποία έως τότε μονοπωλούσε εμπορικά η Κόρινθος. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν, ενώ οι εισαγωγές αφορούσαν σε μεγάλο βαθμό το σιτάρι από άλλες περιοχές, κυρίως του βόρειου Εύξεινου Πόντου, γιατί η παραγωγή της πόλης σε δημητριακά δεν επαρκούσε. Στην τόνωση της οικονομίας συνέβαλε και ένα ευρύ πρόγραμμα οικοδομικών έργων, που υλοποιήθηκε την περίοδο διακυβέρνησης της πόλης από τον Περικλή. Ο Περικλής προώθησε αυτό το λαμπρό πρόγραμμα δημόσιων έργων προκειμένου να μειωθεί ο αριθμός των άνεργων πολιτών και επειδή ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού της πόλης δεν είχε την αναγκαία σωματική δύναμη ώστε να συμμετέχει στις εκστρατείες και, με τα λάφυρα, αλλά και το στρατιωτικό μισθό, να εξασφαλίζει την άνετη διαβίωσή του. Έτσι, μεγάλος αριθμός πολιτών είχε τη δυνατότητα να παίρνει μερίδιο από τα δημόσια χρήματα και, παράλληλα, η πόλη των Αθηνών απέκτησε τα οικοδομήματα εκείνα χάρη στα οποία έμεινε γνωστή στην ιστορία της ανθρωπότητας. Η κατασκευή σημαντικών δημόσιων κτηρίων είχε εγκαινιαστεί με τον Κίμωνα: το 470 π.Χ. κτίστηκε η Θόλος στην Αγορά. Μετά τη νίκη του στην Ηιόνα, είχε ιδρύσει τη στοά των Ερμών και ο γαμπρός του, Πεισιάναξ, είχε κτίσει την Ποικίλη στοά, στη βόρεια πλευρά της Αγοράς. Μετά την κατάληψη της Σκύρου ανεγέρθηκε το Θησείο. Κατά την περίοδο της διακυβέρνησης της πόλης από τον Περικλή, ολοκληρώθηκε ο καλλωπισμός του Ιερού Βράχου της Ακρόπολης, ανεγέρθηκαν ο Παρθενώνας, το Ερέχθειο και ο ναός του Ηφαίστου στον Αγοραίο Κολωνό, καθώς επίσης τα Προπύλαια. Το 446 π.Χ. εγκαινιάστηκε μεγάλο Ωδείο στους νοτιοανατολικούς πρόποδες της Ακρόπολης, προορισμένο για μουσικές παραστάσεις. Παράλληλα, συνεχίστηκε η συμπλήρωση των οχυρωματικών έργων. Το 460 π.Χ. είχε αρχίσει η κατασκευή των Μακρών Τειχών, ενώ το 445 π.Χ. άρχισε η κατασκευή του νότιου τείχους. Μετά την αποπεράτωση των Μακρών Τειχών, η προσοχή του Περικλή στράφηκε και στον ίδιο τον Πειραιά, όπου με σειρά έργων συμπληρώθηκαν οι οχυρώσεις στα τρία του λιμάνια, με προμαχώνες και πύργους, και ολοκληρώθηκαν οι εγκαταστάσεις με την ίδρυση ναυπηγείων, νεωρίων και νεωσοίκων. Στον Πειραιά ιδρύθηκε η Αλφιτόπολις, δηλαδή η αγορά του σίτου, από όπου τροφοδοτούνταν η πόλη και ανεφοδιάζονταν τα πλοία που απέπλεαν. Στην περίοδο υπό εξέταση, κάθε έργο υποδιαιρούνταν σε μικρότερα τμήματα, τα οποία οι υπεύθυνοι ανέθεταν σε μεμονωμένους κτίστες ή ξυλουργούς –πολίτες ή μέτοικους–, οι οποίοι, εργαζόμενοι πλάι στους δούλους τους, ολοκλήρωναν το έργο. Τα σημαντικότερα έσοδα του αθηναϊκού κράτους προέρχονταν από την εκμετάλλευση μεταλλείων και ορυχείων, τα οποία αποτελούσαν κρατική ιδιοκτησία. Επίσης, σημαντικά έσοδα προέρχονταν από τους φόρους που πλήρωναν οι σύμμαχοι, τους φόρους που πλήρωναν οι μέτοικοι, καθώς και από τους δασμούς που επιβάλλονταν στα προϊόντα τα οποία εισάγονταν και εξάγονταν από το λιμάνι του Πειραιά. Στην Αθήνα της Κλασικής εποχής δεν υπήρχε φορολογία. Mε το σύστημα των «λειτουργιών», οι οικονομικά ισχυρότεροι Αθηναίοι ήταν υποχρεωμένοι να προσφέρουν στο κράτος τη δυνατότητα να οργανώνει δραματικούς ή μουσικούς αγώνες, δημόσια γεύματα, να εξοπλίζει τις τριήρεις κ.λπ., προσφέροντας χρήματα. Οι βασικές «λειτουργίες» ήταν: η «τριηραρχία», η προσφορά χρημάτων δηλαδή από έναν ή περισσότερους ιδιώτες («συντριηραρχία») για τη συντήρηση ενός κρατικού πλοίου και την πληρωμή και του προσωπικού της. Για την ορθότερη κατανομή των τριηραρχιών, οι εύποροι πολίτες οργανώθηκαν κατά τον 4ο αι. π.Χ. σε 20 «συμμορίες» με 60 μέλη η καθεμιά. Η «χορηγία» συνίστατο στην ανάληψη της δαπάνης που ήταν απαραίτητη για την εκπαίδευση και τον εφοδιασμό του χορού που θα μετείχε σε δραματικούς ή λυρικούς αγώνες. Η «γυμνασιαρχία» ήταν η καταβολή των εξόδων για τη διατροφή και την εκγύμναση αθλητών που θα έπαιρναν μέρος σε γυμνικούς αγώνες, ενώ η «εστίαση» ήταν η παροχή από έναν πλούσιο πολίτη των εξόδων για την προσφορά δημόσιου γεύματος στα μέλη της φυλής του σε περίοδο εορτών ή αγώνων. Άλλες λειτουργίες ήταν η «αρχιθεωρία», η καταβολή δηλαδή των αναγκαίων εξόδων για την αποστολή αθηναϊκής αντιπροσωπείας σε μία από τις μεγάλες πανελλήνιες εορτές ή σε ένα μαντείο, καθώς και η «αρρηφορία» η ειδική δαπάνη δηλαδή που κατέβαλλαν οι γονείς των «αρρηφόρων» (των νεαρών κοριτσιών που έφεραν τον πέπλο και τα άλλα ιερά της Αθηνάς κατά την εορτή των Σκιροφορίων) για τα έξοδά τους. Το αθηναϊκό κράτος ανέθετε και στους μετοίκους μερικές λειτουργίες – εκτός από την τριηραρχία, την πιο δαπανηρή. Οι μέτοικοι αναλάμβαναν γυμνασιαρχίες, αλλά και μερικές συμβολικές λειτουργίες, όπως τα «σκαφηφόρια», την «υδροφορία» και τη «σκιαδηφορία». Η κοινωνία στην Κλασική περίοδο Στην Κλασική περίοδο, ο οίκος συνέχισε να αποτελεί τη βασική μονάδα της πόλης και να συνιστά για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού το χώρο της παραγωγής και κατανάλωσης των προϊόντων του. Σε σχέση με την Αρχαϊκή περίοδο, όμως, διαφοροποιήθηκε η σημασία που είχε ο οίκος κυρίως για τα άρρενα μέλη του και μάλιστα για τους πολίτες. Ενώ παλαιότερα η δύναμη του οίκου του οποίου κανείς ήταν αρχηγός όριζε τον πολιτικό ρόλο του στην κοινότητα, στις νέες συνθήκες της δημοκρατίας έπαιζε μόνο έμμεσο ρόλο, καθώς όλα τα άρρενα, ενήλικα και γνήσια τέκνα της Αττικής ήταν ως πολίτες ίσοι απέναντι στο νόμο και στην πόλη. Βέβαια, για τους ευγενείς και κυρίως για τους εύπορους κατοίκους της διατηρούνταν οι δυνατότητες διαφοροποίησης μέσα από διαφορετικούς δρόμους έκφρασης: οι χορηγίες, τα συμπόσια, το ρητορεύειν και το φιλοσοφείν ήταν μερικοί από τους τρόπους διαχωρισμού των «πολλών» από τους «ολίγους» στις συνθήκες που επικρατούσαν σε μεγάλο μέρος του ελληνικού κόσμου της Κλασικής περιόδου. Οι ευγενείς, ως κάτοχοι μεγάλων εκτάσεων γης, εξακολουθούσαν να έχουν σημαντική θέση στην ελληνική κοινωνία και κατά την Κλασική περίοδο. Ανέθεταν την καλλιέργεια των εκτάσεών τους σε δούλους και έτσι εκείνοι ήταν ελεύθεροι να επιδίδονται στις ασχολίες με τις οποίες περνούσαν τον ελεύθερο τους χρόνο: αθλητικά παιχνίδια, αρματοδρομίες, κυνήγια και κάθε είδους εκδηλώσεις, που υπηρετούν το αριστοκρατικό ιδανικό της ανδρείας και της υπεροχής. Μολονότι στις στρατιωτικές επιχειρήσεις συμμετείχαν στο ιππικό, το οποίο δεν είχε πολύ σημαντικό ρόλο, το να ανήκει κανείς σε αυτό συνεπαγόταν υψηλό κοινωνικό γόητρο. Κατά την Κλασική περίοδο, ελεύθεροι πολίτες που δεν ανήκαν στην κατηγορία των ευγενών αποκτούσαν μεγάλα εισοδήματα από το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Πολλοί από αυτούς δεν ήταν ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, αλλά μπορούσαν να επενδύουν τα κεφάλαια που διέθεταν σε εμπορικές ή βιοτεχνικές επιχειρήσεις οι οποίες ανήκαν σε άλλους. Κάτοχοι δούλων ενοικίαζαν τους δούλους τους σε επιχειρήσεις άλλων, έναντι ημερήσιας αποζημίωσης, και εξασφάλιζαν έτσι σημαντικά κέρδη, ειδικά στην περίπτωση που διέθεταν μεγάλο αριθμό δούλων. Οι πλούσιοι έμποροι και βιοτέχνες είχαν τη δυνατότητα να στρατεύονται ως ιππείς, δηλαδή να συντηρούν ένα άλογο και να προμηθεύονται τον κατάλληλο εξοπλισμό. Η δυνατότητα αυτή πιστοποιούσε την κατοχή υψηλής κοινωνικής θέσης και συνεπαγόταν ανάλογο κύρος και γόητρο. Τα μεσαία κοινωνικά στρώματα αποτελούνταν από πολίτες που διέθεταν τη δυνατότητα να προμηθεύονται την πανοπλία του οπλίτη, τεκμήριο κατοχής ενός μέτριου εισοδήματος. Οι πολίτες αυτοί ασχολούνταν κατά κανόνα με τη γεωργία, καλλιεργώντας μέτριους κλήρους γης και ζώντας περισσότερο στην ύπαιθρο και λιγότερο στο άστυ. Αρκετά μέλη των μεσαίων στρωμάτων ζούσαν μέσα στην πόλη ως ανεξάρτητοι επαγγελματίες, τεχνίτες, έμποροι ή βιοτέχνες, εργάζονταν μαζί με λίγους δούλους κι αποκτούσαν ένα μέσο εισόδημα. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα αποτελούνταν από γεωργούς που διέθεταν μικρούς κλήρους, από βιοτέχνες που είχαν ατομικές επιχειρήσεις, καθώς και από τεχνίτες που απασχολούνταν ως μισθωτοί στα δημόσια έργα ή στις ιδιωτικές επιχειρήσεις. Όλοι αυτοί εργάζονταν σκληρά και στρατεύονταν ως ψιλοί ή ερέτες. Οι μέτοικοι, τέλος, αποτελούσαν μια κατηγορία ελευθέρων ανθρώπων, που προέρχονταν από μια άλλη πόλη και, λόγω καταγωγής, δεν ήταν δυνατό να γίνουν δεκτοί ως πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα, ακόμα και αν ήταν μόνιμα εγκαταστημένοι σε μια πόλη. Αν και πολλοί από αυτούς πλούτιζαν από τη βιοτεχνία και το εμπόριο, δεν τους επιτρεπόταν η κατοχή ακίνητης περιουσίας, τους απαγορεύονταν οι γάμοι με γυναίκες από το σώμα των γνήσιων πολιτών και δεν εξουσίαζαν απόλυτα τον εαυτό τους. Στα δικαστήρια, έπρεπε να συνοδεύονται από κάποιον ελεύθερο πολίτη και υποχρεώνονταν να καταβάλλουν ειδικούς φόρους. Οι δούλοι Η καθιέρωση του θεσμού της δουλείας συνδέεται με την υποτίμηση της μισθωτής εργασίας και την αντιμετώπισή της όχι ως προσφοράς εργασίας αλλά ως προσφοράς των φυσικών δυνάμεων, δηλαδή του ίδιου του σώματος. Μέσα από αυτό το πρίσμα, η μισθωτή εργασία εκλαμβανόταν ως ισοδύναμη, κατά κάποιο τρόπο, της δουλείας και γι’ αυτό οι ελεύθεροι πολίτες την απέφευγαν. Ο πολίτης, για τους αρχαίους Έλληνες, έπρεπε να ήταν απαλλαγμένος από χειρωνακτικές εργασίες και φροντίδες υλικής ζωής, ώστε να ασχολείται απερίσπαστος με τα κοινά. Αυτή η αντίληψη ήταν αρχικά διάχυτη στους ευγενείς, που δεν αναγνώριζαν στην εργασία κανένα ηθικό μέγεθος· αργότερα, όμως, υιοθετήθηκε και από όσους έγιναν ενεργοί πολίτες. Έτσι, ο Ξενοφώντας χαρακτήρισε τους τεχνίτες «βάναυσους», γιατί η φύση της δουλειάς τους δεν τους έδινε τη δυνατότητα για καλλιέργεια της ηθικής και πολιτικής πλευράς της προσωπικότητάς τους. Ο Αριστοτέλης, θεωρητικός εκπρόσωπος της αναγκαιότητας του θεσμού, γράφει χαρακτηριστικά ότι ο δούλος είναι «κτήμα τι έμψυχον» (Πολιτ. 1253 b 34 -40). Εξαιτίας αυτών των αντιλήψεων, ο θεσμός της δουλείας δεν έγινε αντικείμενο κριτικής από τους αρχαίους. Μόνο οι Σοφιστές αμφισβήτησαν τη δουλεία, ενώ αργότερα παρόμοιες απόψεις υποστήριξαν οι Κυνικοί φιλόσοφοι, οι Στωικοί και οι Επικούρειοι. Από τους δούλους, εκείνοι που εργάζονταν στα μεταλλεία ή τους χειρόμυλους είχαν μια αξιολύπητη ζωή. Καλύτερη τύχη είχαν οι δούλοι που εργάζονταν ως τεχνίτες, οι αγρότες, αλλά κυρίως εκείνοι που είχαν κάποια υψηλή εξειδίκευση, όπως για παράδειγμα οι ζωγράφοι. Στην καλύτερη θέση βρίσκονταν οι δημόσιοι δούλοι, όπως επίσης εκείνοι που εργάζονταν ανεξάρτητα, καταβάλλοντας στον κύριό τους κάποια εισφορά. Στην κατηγορία αυτή ανήκαν κυρίως οι δούλοι που ασχολούνταν με το εμπόριο ή με τραπεζικές εργασίες. Οι δημόσιοι δούλοι ανήκαν στην πόλη και πολλές φορές ασκούσαν καθήκοντα γραφέων, κυρίως όμως απασχολούνταν στα δημόσια έργα, ως εργάτες ή ειδικευμένοι τεχνίτες. Στην κλασική Αθήνα όλοι, εκτός από τους πένητες, διέθεταν δούλους. Οι δούλοι εργάζονταν στα εργαστήρια της εποχής, στα μεταλλεία, ενώ ιδιαίτερη κατηγορία αποτελούν οι οικιακοί δούλοι, οι οποίοι διέμεναν στον οίκο και ονομάζονταν οικέται ή οικείς. Στο πλαίσιο του οίκου, οι δούλοι ασχολούνταν με την καλλιέργεια της γης, τις εργασίες του σπιτιού, τη φροντίδα των παιδιών (ως τροφοί και παιδαγωγοί) και συνόδευαν τις μεν γυναίκες στις θρησκευτικές τελετές, τους δε άνδρες στο κυνήγι. Οι οικιακοί δούλοι εντάσσονταν στον οίκο με ειδική τελετουργία, κατά τη διάρκεια της οποίας αποκτούσαν το νέο τους όνομα. Λόγω της ισόβιας παραμονής τους, στο πλαίσιο του οίκου συχνά αναπτυσσόταν μια σχέση αφοσίωσης του δούλου προς τον αφέντη. Είναι βέβαιο ότι οι δούλοι πολύ δύσκολα κέρδιζαν την ελευθερία τους· κατά συνέπεια, κληροδοτούσαν στα παιδιά τους μια ζωή με πολλές δυσκολίες και στερήσεις. Οι οικιακοί δούλοι, λόγω της σχέσης αυτής που αναφέραμε, είχαν τις περισσότερες ελπίδες απελευθέρωσης. Στα τελευταία χρόνια της Κλασικής περιόδου, στις διαθήκες των κυρίων τους περιλαμβανόταν συχνά η απελευθέρωσή τους. Ο απελεύθερος, όπως ονομαζόταν ο απελευθερωμένος δούλος, είχε τη δυνατότητα να επιστρέψει στην πατρίδα του, ενώ αν παρέμενε στην Αθήνα εντασσόταν στην κατηγορία των μετοίκων και ο πρώην κύριός του αναλάμβανε να γίνει ο προστάτης του. Για την κατοχύρωση της ελευθερίας που αποκτούσαν, στηνόταν, μάλιστα, ειδική επιγραφή (απελευθερωτική) στο ιερό ενός θεού. Δεν πρέπει βέβαια να συγχέουμε τους δούλους με τους είλωτες που συναντάμε στη σπαρτιατική κοινωνία. Οι είλωτες ζούσαν χωριστά από τους Σπαρτιάτες πολίτες, μπορούσαν να έχουν το δικό τους σπίτι, να παντρεύονται και να έχουν οικογένεια, ενώ οι δούλοι δεν μπορούσαν να δημιουργήσουν οικογένεια παρά μόνο στην περίπτωση που τους το επέτρεπε ο κύριός τους. Οι είλωτες δεν κινδύνευαν να πουληθούν, όπως γινόταν με τους δούλους, που ο κύριός τους μπορούσε ανά πάσα στιγμή να τους πουλήσει. Αντίθετα από τους είλωτες, όμως, οι δούλοι είχαν καλύτερη μοίρα ως προς ένα σημείο: είχαν τη δυνατότητα να αποκτήσουν την ελευθερία τους σε ορισμένες περιπτώσεις. Η κοινωνία στην κλασική Αθήνα Σημαντική υπήρξε η κοινωνική πολιτική της Δημοκρατίας, η οποία συντέλεσε στη βελτίωση της δημόσιας περίθαλψης. Ήδη από τον 6ο αι. π.Χ., το κράτος ήταν υποχρεωμένο –ίσως από τη νομοθεσία του Σόλωνα– να συντηρεί τους γονείς, τα παιδιά και τους ανήλικους αδελφούς των υπέρ πατρίδος πεσόντων. Κατά τους κλασικούς χρόνους, καθώς οι μακροχρόνιες πολεμικές επιχειρήσεις είχαν στερήσει πολλές οικογένειες από τους φυσικούς προστάτες τους, παρουσιάστηκε η ανάγκη να υπάρξει μεγαλύτερη μέριμνα για τα πρόσωπα αυτά. Ειδικώς για τα ορφανά παιδιά, η μέριμνα ήταν μεγάλη. Τα κηδεμόνευε ο άρχων και, ώσπου να ενηλικιωθούν, το κράτος εξασφάλιζε τις βιοτικές ανάγκες τους και την εκπαίδευσή τους. Το κράτος φρόντιζε, επίσης, ιδιαίτερα και για τους ανάπηρους πολέμων («τους αδυνάτους»), αφού πρώτα εξεταζόταν ο βαθμός της αναπηρίας τους και η οικονομική τους κατάσταση. Από τη στιγμή που εξακριβωνόταν ότι ο ανάπηρος πολέμου δεν ήταν σε θέση να εργαστεί και το εισόδημά του ήταν λιγότερο από 3 «μνας», έπαιρνε από το δημόσιο ταμείο έναν οβολό την ημέρα. Σημαντική ανακούφιση από τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα πρόσφερε η επέκταση του συστήματος των κληρουχιών: το μέτρο εφαρμόστηκε για πρώτη φορά από τον Κίμωνα, όταν κατέλαβε τη Σκύρο, εκδίωξε τους Δόλοπες πειρατές από το νησί και, για να εξασφαλίσει την αθηναϊκή κυριαρχία, εγκατέστησε εκεί Αθηναίους κληρούχους, στους οποίους δόθηκε γη προς εκμετάλλευση. Στην εποχή του Περικλή, το μέτρο συστηματοποιήθηκε και πήρε μεγάλη έκταση. Ύστερα από την καταστολή των εξεγέρσεων, Αθηναίοι πολίτες των δύο κατώτερων τάξεων –ζευγίτες και θήτες– έφευγαν, με εντολή της εκκλησίας του δήμου, για να εγκατασταθούν μόνιμα στο χώρο που τους όριζε, εξακολουθώντας να ανήκουν στη δύναμη του παλαιού τους δήμου στην Αθήνα και στη φυλή τους. Κατά την Κλασική περίοδο, εξαιτίας της ανάπτυξης της Αθήνας, πλήθος ξένων εγκαταστάθηκε στην πόλη. Οι μέτοικοι δεν είχαν πολιτικά δικαιώματα και ήταν υποχρεωμένοι να πληρώνουν έναν ετήσιο φόρο, το «μετοίκιον», το οποίο ήταν 12 δραχμές ετησίως για τους άνδρες και 6 για τις γυναίκες. Δεν επιτρεπόταν να έχουν ιδιοκτησία γης στην Αττική, ενώ ασχολούνταν κυρίως με το εμπόριο και τη βιοτεχνία. Ασχολούνταν επίσης με την επιστήμη, τη φιλολογία και τις τέχνες· μπορούσαν να ιδρύουν σχολές φιλοσοφίας ή ρητορικής και να εξασκούν επαγγέλματα όπως του ιατρού ή του δικηγόρου. Σε εξαιρετικές περιπτώσεις, στις οποίες οι υπηρεσίες που πρόσφεραν οι μέτοικοι θεωρούνταν ιδιαίτερα σημαντικές για την πόλη, μπορούσαν να γίνουν ισοτελείς, δηλαδή αποκτούσαν ορισμένα από τα δικαιώματα που είχαν και οι γνήσιοι πολίτες. Από αυτή την άποψη, στην περίοδο υπό εξέταση, ιδιαίτερη σημασία έχει η μετατροπή της Αθήνας σε «κλειστή δημοκρατία». Συγκεκριμένα, ενώ έως το 451 π.Χ. ο γιος ενός Αθηναίου και μιας ξένης μπορούσε να έχει πλήρη πολιτικά δικαιώματα (έτσι μεγάλοι άνδρες έγιναν Αθηναίοι πολίτες, όπως ο Κλεισθένης, ο Θεμιστοκλής, ο Κίμων κ.ά.), μετά το 451 π.Χ. ο γιος Αθηναίου πολίτη από ξένη μητέρα (ο μητρόξενος), από άποψη δημόσιου δικαίου θεωρούνταν «νόθος». Δεν μπορούσε να έχει πλήρη δικαιώματα και να παίζει ρόλο στην πολιτική ζωή ή να δικαιούται κρατική μέριμνα. Προκειμένου να κρίνουμε ολοκληρωμένα αυτό το μέτρο, πρέπει να κατανοήσουμε το πλαίσιο στο οποίο ελήφθη. Ο Περικλής εισηγήθηκε και πέτυχε την παροχή μικρού μισθού, που αντιστοιχούσε στο κατώτερο ημερομίσθιο ενός εργαζόμενου, για τους πολίτες εκείνους που αναλάμβαναν ένα δημόσιο αξίωμα. Αρχικά έπαιρναν μισθό τα μέλη των δικαστηρίων –υπολογίζεται ότι τα αποτελούσε το 1/7 των πολιτών–, αργότερα τα μέλη της Βουλής και τέλος οι πολίτες που ήθελαν να παρακολουθήσουν τους δραματικούς αγώνες (ήταν κι αυτό εκπλήρωση ενός θρησκευτικού και πολιτικού καθήκοντος) – 2 οβολοί την ημέρα. Έτσι δόθηκε και στους φτωχότερους πολίτες η δυνατότητα να έχουν ενεργό ρόλο στην αθηναϊκή Δημοκρατία. Το μέτρο του Περικλή για τους νόθους περιόριζε δραστικά τον αριθμό των πολιτών που θα έπαιρναν αυτό το επίδομα. Αν δεν εφαρμοζόταν αυτός ο περιορισμός, θα κινδύνευαν τα δημόσια οικονομικά, οπότε το σύστημα της μισθοφοράς θα έπρεπε να καταργηθεί, με τεράστιες επιπτώσεις στο ίδιο το πολίτευμα. H θέση της γυναίκας στην Κλασική περίοδο Η γυναίκα της Αθήνας Όταν μιλάμε για τη δημοκρατία που σφράγισε την ιστορία της Αθήνας στην Κλασική περίοδο, συχνά παραλείπουμε να διευκρινίσουμε πως το πολίτευμα αυτό δεν αφορούσε το μισό του πληθυσμού της Αθηναϊκής Δημοκρατίας, δηλαδή τις γυναίκες. Ο όρος, άλλωστε, της «πολίτιδος» δεν εμφανίζεται παρά μόνο στο τέλος της περιόδου που εξετάζουμε, στον Αριστοτέλη, τον Δημοσθένη και στους ποιητές της Νέας Κωμωδίας, και η χρήση του παραμένει πολύ περιορισμένη. Και τούτο διότι η ιδιότητα του πολίτη συνεπαγόταν την άσκηση της πολιτικής λειτουργίας που συνεπαγόταν τη συμμετοχή στις συνελεύσεις και στα δικαστήρια απ’ όπου οι γυναίκες αποκλείονταν, όπως αποκλείονταν από το σύνολο των εκδηλώσεων της πόλης, με την εξαίρεση ορισμένων θρησκευτικών τελετών. Στην πραγματικότητα, η γυναίκα στην κλασική Αθήνα ήταν αναγκασμένη να ζει σε όλη τη ζωή της σαν ανήλικη, καθώς είχε πάντα ανάγκη έναν κηδεμόνα, έναν κύριο, προκειμένου να μπορεί να υπάρξει. Ο κηδεμόνας αυτός ήταν ο πατέρας της στην αρχή της ζωής της, ο σύζυγός της στη συνέχεια, κι αν αυτός πέθαινε, τη θέση του έπαιρνε ο γιος της ή ένας κοντινός συγγενής της. Μια γυναίκα ανύπαντρη, ανεξάρτητη κι αυτόνομη, που να διαχειρίζεται τη ζωή της και να εξασφαλίζει μόνη της την επιβίωσή της, ήταν κάτι που παρέμεινε αδιανόητο για ολόκληρη την περίοδο που εξετάζουμε. Με δεδομένη αυτή την ανάγκη για ύπαρξη ενός κηδεμόνα σε κάθε περίπτωση, θα εξετάσουμε τις συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι γυναίκες στην κλασική Αθήνα και οι οποίες διαφοροποιούνταν σε ένα βαθμό ανάλογα με την ιδιαίτερη κοινωνική θέση των γυναικών, χωρίς όμως να αλλάζει το βασικό στοιχείο της θέσης της, που ήταν αυτό της υπαγωγής στον άντρα. Η βασική αποστολή της γυναίκας ήταν η αναπαραγωγική, η οποία επιτελούνταν στο πλαίσιο του γάμου. Ο γάμος αποτελούσε τη διαδικασία δημιουργίας της οικογενειακής μονάδας, του οίκου, μέσω του οποίου διαβιβαζόταν το δικαίωμα του πολίτη στην αθηναϊκή κοινωνία και εξασφαλιζόταν η αναπαραγωγή νόμιμων παιδιών. Ο γάμος στην περίοδο που εξετάζουμε βασιζόταν στην «εγγύη», την προφορική υπόσχεση που δινόταν μπροστά σε μάρτυρες και με την οποία ο πατέρας ή ο κηδεμόνας παρέδιδε τη γυναίκα στο μέλλοντα σύζυγό της. Η μέλλουσα σύζυγος δεν παρευρισκόταν συνήθως σε αυτή την τελετή, καθώς άλλωστε η συγκατάθεσή της δεν ήταν υποχρεωτική. Ο γάμος νομιμοποιούνταν με τη συγκατοίκηση, η οποία μετέτρεπε τη γυναίκα σε νόμιμη σύζυγο, σε μια «γαμετή γυνή». Οι γαμήλιες τελετές στην κλασική Αθήνα διαρκούσαν τρεις μέρες. Μολονότι δεν είναι απόλυτα ξεκαθαρισμένο το νομικό πλαίσιο του γάμου στην κλασική περίοδο, ένα στοιχείο παραμένει σταθερό και κυρίαρχο: ο γάμος δεν ήταν προϊόν της ελεύθερης επιλογής της γυναίκας, αλλά ήταν ο πατέρας της ή ο κηδεμόνας της ήταν εκείνος που αποφάσιζε με ποιον άντρα θα παντρευόταν. Η απουσία ελευθερίας στην επιλογή του συζύγου από την πλευρά της γυναίκας γίνεται πλήρως κατανοητή στην περίπτωση της επικλήρου, της μοναδικής δηλαδή κληρονόμου της πατρικής περιουσίας. Η επίκληρος ήταν αναγκασμένη να παντρευτεί τον πιο κοντινό της συγγενή από την πατρική γενιά. Κατά την περίοδο που εξετάζουμε καθιερώθηκε ο θεσμός της προίκας, που συνιστούσε τη συνεισφορά της νέας γυναίκας στη συγκρότηση της οικογενειακής περιουσίας και αποτελούνταν από πολύτιμα σκεύη, νομίσματα, και μερικές φορές από ακίνητα κτήματα που ο πατέρας της νύφης εμπιστευόταν στο μελλοντικό γαμπρό του. Όσον αφορά αυτά, ο πατέρας διατηρούσε ένα δικαίωμα εποπτείας μέσω μιας ειδικής μορφής υποθήκης, που λεγόταν «αποτίμημα». Επιπλέον, η διακοπή του γάμου ήταν μια απόφαση που μπορούσε να πάρει μόνο ο σύζυγος. Σε αυτή την περίπτωση έστελνε πίσω στον πεθερό του τη γυναίκα και την προίκα της, κι ήταν ο πεθερός αυτός που αναλάμβανε να ξαναπαντρέψει την κόρη του. Μια τέτοια απόφαση δεν ήταν εύκολη, καθώς συνεπαγόταν την υποχρέωση επιστροφής της προίκας και ήταν συχνό φαινόμενο η προσφυγή σε μια δίκη στην περίπτωση που η προίκα είχε κατασπαταληθεί ή είχε γίνει αντικείμενο κακής διαχείρισης. Οι γυναίκες στην κλασική Αθήνα παντρεύονταν σε μικρή ηλικία, δηλαδή από δεκαπέντε χρονών και εξής. Αντιθέτως, οι άντρες δεν παντρεύονταν πριν από την ενηλικίωσή τους –πριν δηλαδή από τα δεκαοκτώ τους χρόνια–, ενώ συχνά αυτό συνέβαινε μετά τη στρατιωτική τους θητεία, η οποία διαρκούσε δύο χρόνια, από τα δεκαοκτώ μέχρι τα είκοσι. Η γυναίκα μοιχός έχανε για πάντα κάθε δικαίωμα συμμετοχής στις τελετές της πόλης, ενώ ο σύζυγος που έπιανε τη γυναίκα του επ’ αυτοφώρω να μοιχεύεται είχε το δικαίωμα ακόμα και να σκοτώσει τον εραστή της. Για τον άνδρα τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η μοιχεία από την πλευρά του συζύγου ήταν επιλήψιμη μόνο στην περίπτωση που είχε πραγματοποιηθεί με τη νόμιμη σύζυγο ενός άλλου Αθηναίου. Άλλωστε, ήταν απολύτως νόμιμη η τήρηση σχέσεων από την πλευρά του άνδρα με παλλακίδες και εταίρες καθ’ όλη τη διάρκεια του έγγαμου βίου. Για την περίπτωση των παλλακίδων μπορούμε να πούμε ότι πρόκειται για μια σχέση που δεν ορίζεται από καμιά νομική πράξη, γεγονός που δίνει τη δυνατότητα στον άνδρα να τη διακόψει όποτε το επιθυμήσει. Γι’ αυτό το λόγο, τις περισσότερες φορές οι παλλακίδες ήταν γυναίκες προερχόμενες από τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα ή και δούλες. Δεν πρέπει να απορήσει κανείς με το γεγονός πως ήταν δυνατό να συναντήσει στην κλασική Αθήνα την περίπτωση όπου ένας ελεύθερος φτωχός έδινε την κόρη του ως παλλακίδα σε έναν πιο πλούσιο γείτονα. Εντελώς διαφορετική ήταν η σχέση που μπορούσε να δημιουργήσει ένας Αθηναίος πολίτης με μια εταίρα. Προορισμός μιας εταίρας δεν ήταν να εξασφαλίσει στον Αθηναίο απογόνους, όπως η νόμιμη σύζυγός του, αν και σε μερικές περιπτώσεις συνέβαινε κι αυτό. Η σχέση του Αθηναίου με μιαν εταίρα δεν περιοριζόταν ούτε στο να του προσφέρει σωματική απόλαυση, κάτι που ήταν ο αποκλειστικός σκοπός της σχέσης του με μια παλλακίδα. Η εταίρα πρόσφερε και πνευματική απόλαυση στο σχετιζόμενο μαζί της Αθηναίο και από αυτό το γεγονός πηγάζει σε μεγάλο βαθμό και ο σεβασμός που αποδιδόταν σε πολλές τέτοιες γυναίκες στην κλασική Αθήνα. Είναι πολύ γνωστή αλλά και χαρακτηριστική η περίπτωση της Ασπασίας, της εταίρας από τη Μίλητο που σχετιζόταν με τον Περικλή και απολάμβανε την εκτίμηση πολλών συγχρόνων της Αθηναίων, λόγω της μόρφωσής της και της ευφυΐας της. Ποιες γυναίκες όμως γίνονταν εταίρες; Πρόκειται για γυναίκες που έρχονταν στην Αθήνα από άλλες ελληνικές πόλεις και που, προκειμένου να εξασφαλίσουν από μόνες τους την επιβίωσή τους, εμπορεύονταν το σώμα τους. Οι φτωχότερες από αυτές δεν γίνονταν εταίρες, αλλά πόρνες οι οποίες πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους στα πανδοχεία της Αθήνας ή του Πειραιά, που αποτελούσε τότε το πιο σημαντικό και πολυσύχναστο λιμάνι του ελληνικού κόσμου. Μερικές από αυτές είχαν αγοραστεί και ενταχθεί στην κατηγορία των δούλων, ενώ άλλες ήταν ελεύθερες από νομική άποψη. Η καθημερινότητα των άλλων γυναικών της Αθήνας ήταν περιορισμένη στο πλαίσιο της οικιακής ζωής. Η Αθηναία που προερχόταν από μια πλούσια οικογένεια ήταν αναγκασμένη να παραμένει στο σπίτι, τριγυρισμένη από τις υπηρέτριές της, και να βγαίνει μόνο για να εκτελέσει τα θρησκευτικά της καθήκοντα. Η γυναίκα των λαϊκών στρωμάτων, όμως, ήταν αναγκασμένη λόγω της φτώχειας της να βγαίνει από το σπίτι της για να πάει στην αγορά ή ακόμα και να συμπληρώνει με έναν ισχνό μισθό τροφού τα έσοδα της οικογένειάς της, όπως μαρτυρούν οι δικανικοί λόγοι του 4ου αι. π.Χ. Στην πλειονότητά τους, οι δούλες γυναίκες ήταν υπηρέτριες, προσκολλημένες στην οικοδέσποινα, με βασικότερο καθήκον τους συχνά την ενασχόλησή τους με τα παιδιά. Στα Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα αναφέρεται και η ύπαρξη γυναικών δούλων που χρησιμοποιούνταν ως εργάτριες, ενώ πολλές δούλες τις εκμεταλλεύονταν σεξουαλικά οι κύριοί τους ως πόρνες, αυλητρίδες και χορεύτριες. Η γυναίκα της Σπάρτης Η θέση της γυναίκας στη Σπάρτη καθοριζόταν από την αποστολή της, που ήταν να φέρει στον κόσμο γερούς Σπαρτιάτες, ικανούς να υπερασπίσουν την πατρίδα τους στον πόλεμο ανά πάσα στιγμή. Γι’ αυτό το λόγο, η Σπαρτιάτισσα δεν ζούσε κλεισμένη στο σπίτι, όπως οι άλλες Ελληνίδες, αλλά αθλούνταν στο τρέξιμο και στην πάλη, με συνέπεια να διαθέτει φυσικά γνωρίσματα παρόμοια με εκείνα των ανδρών: σώμα γυμνασμένο και επιδερμίδα μαυρισμένη. Λόγω αυτής της αγωγής, δεν προκαλούσε ντροπή η γυμνότητα των νεαρών Σπαρτιατισσών, καθώς επρόκειτο για την αθλητική γυμνότητα. Όσον αφορά το γάμο στη σπαρτιατική κοινωνία, γνωρίζουμε πως οι άντρες ήταν υποχρεωμένοι να παντρευτούν τις γυναίκες στο άνθος της ηλικίας τους προκειμένου να έχουν γερούς απογόνους. Κοινωνικά και οικονομικά χαρακτηριστικά ελληνιστικών κρατών Τα ελληνιστικά βασίλεια κυβερνήθηκαν από τις δυναστείες τις οποίες ίδρυσαν οι στρατηγοί του Μεγάλου Αλεξάνδρου, διατηρώντας για χρόνια αμετάβλητο το καινούριο, συγκεντρωτικό πολιτικό σύστημα: την απόλυτη μοναρχία. Στο πλαίσιό της, οι ηγεμόνες που λατρεύονταν ως θεοί, με τη συνεργασία ενός επιτελείου από Έλληνες και ελάχιστους γηγενείς οι οποίοι είχαν εξελληνιστεί, συγκέντρωναν όλες τις εξουσίες. Δέσποζε η γραφειοκρατία, ένα από τα χαρακτηριστικά του μακεδονικού πολιτικού συστήματος, ενώ δεν λειτούργησαν θεσμοί όπως αυτός της εκκλησίας του δήμου της αρχαίας Αθήνας, με αποτέλεσμα ο πολίτης να ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον. Διαμορφώθηκε μια νέα προνομιούχα τάξη, η αστική, την οποία αποτελούσαν κυρίως Έλληνες, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο, τις τραπεζικές επιχειρήσεις καθώς και όλοι όσοι υπήρξαν βασιλικοί υπάλληλοι. Στην ίδια τάξη ανήκαν και λίγοι ελληνίζοντες γηγενείς. Αν και εξακολουθούσε να υφίσταται η εξαρτημένη εργασία των δουλοπάροικων, δεν αρκούσε ώστε να καλύψει τις ανάγκες των ηγεμόνων και των ανώτερων τάξεων. Διοικητικά, οικονομικά και πολιτιστικά κέντρα του ελληνισμού υπήρξαν μεγάλες πόλεις της Ανατολής, ενώ κάποιες πόλεις-κράτη, όπως η Αθήνα και η Σπάρτη, διατήρησαν την αυτονομία τους ή οργανώθηκαν σε συμπολιτείες (Αιτωλική και Αχαϊκή). Τα θεμέλια της οικονομικής ανάπτυξης των ελληνιστικών χρόνων είχαν ήδη τεθεί με την επέκταση του μακεδονικού κράτους από τον Μέγα Αλέξανδρο. Ολόκληρος ο ελληνιστικός κόσμος στηρίχθηκε στο ενιαίο οικονομικό καθεστώς: στο κοινό νομισματικό σύστημα (οι συναλλαγές γίνονταν με ελληνικά νομίσματα, που αντικατέστησαν τα περσικά), στην κοινή δημοσιονομική πολιτική και στον κοινό τρόπο συναλλαγών. Δημιουργήθηκαν περισσότερες τράπεζες, χρησιμοποιήθηκαν επιταγές και τα πλούτη της Ανατολής· οι αμύθητοι θησαυροί των βασιλείων ρευστοποιήθηκαν, κυκλοφόρησαν, έδωσαν ώθηση στο εμπόριο και κινητοποίησαν ανθρώπους, έστω και αν οι ηγεμόνες παρέμεναν κύριοι κάτοχοι της γης, καθώς και του μεγαλύτερου μέρους της παραγωγής. Στην ομαλή λειτουργία αυτού του κόσμου συντέλεσαν τα εκπληκτικά έργα υποδομής του Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως οι δρόμοι που διανοίχτηκαν και η επικοινωνία η οποία αναπτύχθηκε με ασφαλείς και άμεσους τρόπους. H ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ Το βυζαντινό κράτος ανέπτυξε μια πολύμορφη και ιδιαίτερα σύνθετη οργανωτική υποδομή, η οποία, σε σημαντικό βαθμό, αποτελούσε συνέχεια της ρωμαϊκής πολιτικής παράδοσης, αλλά κατά τη διάρκεια των αιώνων αναπροσαρμόστηκε αρκετές φορές. Αποτελεί μια λανθασμένη παράδοση της ευρωπαϊκής σκέψης –απότοκο της εποχής του Διαφωτισμού– να θεωρείται το Βυζάντιο ως ένα αντιδραστικό και ανελαστικό κράτος, κυρίως εξαιτίας της έντονης παρουσίας της Εκκλησίας και του χριστιανισμού στην πολιτική ζωή και σκέψη. Αντίθετα, η δυναμική της βυζαντινής κοινωνίας, η εξαιρετική δυνατότητα προσαρμογής του κράτους στις κατά καιρούς συνθήκες, καθώς και η πολυπλοκότητα του κρατικού μηχανισμού, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι επρόκειτο για μια κοινωνία και ένα κράτος με έντονη κινητικότητα –λαμβάνοντας υπόψη την εποχή– και εντυπωσιακή πολιτειακή υποδομή. Κατά τους πρώτους αιώνες μετά τη μεταφορά της πρωτεύουσας από τη Ρώμη στην Κωνσταντινούπολη, κατά την περίοδο δηλαδή που συμβατικά ονομάζουμε «πρωτοβυζαντινή», η ρωμαϊκή παράδοση είναι ακόμη πολύ έντονη. Ο αυτοκράτορας, κατά την ειδωλολατρική τακτική, κατέχει –έως το 379– τον τίτλο του Pontefix Maximus, του Μέγιστου Αρχιερέα. Οι σχετικές με αυτό το αξίωμα αρμοδιότητές του όμως ταχύτατα ατονούν, καθώς η χριστιανική θρησκεία ήδη κατά τη διάρκεια του 4ου αιώνα κυριαρχεί. Η διοικητική μεταρρύθμιση του Διοκλητιανού είχε διαιρέσει το κράτος σε 12 διοικήσεις (dioecesis), που περί τα τέλη του 4ου αιώνα αυξήθηκαν σε 14, ενώ ο Μέγας Κωνσταντίνος διαίρεσε με τη σειρά του τις διοικήσεις σε «επαρχότητες» (praefecturae), που κι εκείνες διαιρούνταν σε μικρότερες διοικήσεις και επαρχίες. Πάνω σε αυτό το αυστηρά ιεραρχημένο και συγκεντρωτικό σύστημα βασίστηκε κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο η Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Η Ρώμη και η Κωνσταντινούπολη διοικούνταν αυτόνομα και δεν υπάγονταν στους επάρχους. Στην Κωνσταντινούπολη ο διοικητής της πόλης, ο «praefectus urbi», δηλαδή ο έπαρχος της πόλης, ήταν το ισχυρότερο πρόσωπο μετά τον αυτοκράτορα. Η ρωμαϊκή σύγκλητος, παρ’ ότι δεν είχε ουσιαστικό ρόλο στη διακυβέρνηση του κράτους, διατηρήθηκε για αρκετούς αιώνες. Πολλοί από τους Ρωμαίους συγκλητικούς εγκατέλειψαν την παλαιά πρωτεύουσα για την Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός ήταν ο κύριος πυλώνας στήριξης της κεντρικής εξουσίας. Η στρατιωτική και η πολιτική εξουσία παρέμειναν έως τον 6ο αιώνα σαφώς διαχωρισμένες. Από τον 6ο αιώνα και μετά αρχίζει να διαμορφώνεται μια τάση ενοποίησης των δύο εξουσιών, αρχικά σε παραμεθόριες επαρχίες όπως στην Ιταλία και την Αφρική. Ο στρατός και η δημόσια διοίκηση αποτελούσαν τις κυριότερες οδούς ανέλιξης ενός Βυζαντινού που ανήκε στα κατώτερα ή στα μέσα κοινωνικά στρώματα. Σύμφωνα με τη ρωμαϊκή παράδοση, ο αυτοκράτορας εκλεγόταν από το στρατό, τη σύγκλητο και το λαό, εννοείται το λαό της πρωτεύουσας. Από το 457 επικράτησε η συνήθεια να στέφεται από τον πατριάρχη, ένδειξη της δύναμης που είχε αποκτήσει η Εκκλησία, αλλά και της βαθμιαίας απομάκρυνσης από τις ρωμαϊκές παραδόσεις. Σταδιακά, ο ρόλος της συγκλήτου περνά σε δεύτερη μοίρα, καθώς μάλιστα επικρατεί η άποψη της δυναστικής σταθερότητας: τον αυτοκράτορα τον διαδέχεται ο γιος του, τον οποίο από τον 8ο αιώνα επικρατεί η συνήθεια να ορίζει συμβασιλέα. Κατά τη μέση βυζαντινή περίοδο η εξουσία του αυτοκράτορα διευρύνεται και τείνει να γίνει απόλυτη. Στα τέλη του 9ου αιώνα ο Λέων Στ΄ κατήργησε όλες τις αρμοδιότητες της συγκλήτου, που, ούτως ή άλλως, είχε απολέσει κάθε ουσιαστικό ρόλο. Κατά συνέπεια, ο στρατός γίνεται ο μόνος εγγυητής της νομιμότητας. Κοντά στον αυτοκράτορα υπάρχει ένας στρατός υπαλλήλων της αυλής, που ζουν στο «ιερόν παλάτιον». Οι πλέον έμπιστοί του είναι συνήθως οι ευνούχοι, οι οποίοι μπορούν να καταλάβουν τα περισσότερα αξιώματα στην κρατική ιεραρχία, αλλά ασφαλώς όχι εκείνο του αυτοκράτορα (όπως και του επάρχου, του δομέστικου κ.ά.). Ο αυτοκράτορας είχε τη δυνατότητα να προσφέρει σε πρόσωπα της εμπιστοσύνης του τιμητικά αξιώματα, των οποίων το πλήθος ήταν εντυπωσιακά μεγάλο και ποίκιλλε ανάλογα με τις εποχές. Στην ύστερη βυζαντινή περίοδο ο τίτλος του δεσπότη, που παλαιότερα δεν είχε ιδιαίτερη αξία, απέκτησε ιδιαίτερο κύρος και εδίδετο κυρίως σε μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας. Διοίκηση Η βυζαντινή γραφειοκρατική διοίκηση ήταν ιδιαίτερα πολύπλοκη και αυστηρά ιεραρχημένη. Σχηματικά, θα λέγαμε πως διακρινόταν στη διοίκηση των επαρχιών και στην κεντρική διοίκηση. Η διοίκηση των επαρχιών αφορούσε την περιφέρεια, ενώ η κεντρική την Κωνσταντινούπολη, καθώς και τις αυτοκρατορικές υπηρεσίες. Για να προσληφθεί κάποιος στη δημόσια διοίκηση, αρκούσε να είναι ελεύθερος πολίτης, να μη δεσμεύεται από το επάγγελμά του (για παράδειγμα, οι γεωργοί ήταν άρρηκτα συνδεδεμένοι με τη γη τους και δεν μπορούσαν να την εγκαταλείψουν εύκολα) και να διαθέτει στοιχειώδεις γνώσεις. Η υπαλληλική σταδιοδρομία στη δημόσια διοίκηση προσέφερε όχι μόνο ικανοποιητικές απολαβές, αλλά και τη δυνατότητα σε πολίτες των κατώτερων κοινωνικά τάξεων να αναδειχθούν και να ανέλθουν στα ανώτερα αξιώματα. Μια από τις πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τέτοιας ανέλιξης είναι εκείνη του αυτοκράτορα Βασιλείου Α΄, ο οποίος, αν και ταπεινής καταγωγής, εκμεταλλευόμενος την εύνοια των ανωτέρων του, κατόρθωσε να ανέβει στο θρόνο. Μολονότι κατά την πρωτοβυζαντινή περίοδο ο διαχωρισμός της πολιτικής διοίκησης από τη στρατιωτική αποτελεί την κύρια επιλογή, είναι γεγονός ότι σχετικά νωρίς εμφανίζεται η τάση να καταστρατηγείται αυτή η αρχή σε ειδικές περιπτώσεις. Με τις μεταρρυθμίσεις του Ηράκλειου και κατά τους επόμενους αιώνες ο θεσμός των θεμάτων εφαρμόστηκε σε όλη την έκταση της αυτοκρατορίας. Ο όρος «θέμα», που ως τότε δήλωνε το στρατιωτικό τμήμα, πλέον σήμαινε τη διοικητική περιφέρεια. Οι αιτίες που οδήγησαν σε αυτή τη στροφή δεν είναι πλήρως γνωστές. Οι δυσκολίες συντονισμού μεταξύ του επάρχου και του στρατιωτικού διοικητή, ειδικά σε επαρχίες που αντιμετώπιζαν εξωτερικούς κινδύνους, οι αντιθέσεις, ενίοτε και οι διαμάχες, μεταξύ τους ήταν μάλλον οι κύριοι λόγοι που οδήγησαν στην επιλογή μιας πιο συγκεντρωτικής, αλλά και πιο εύκαμπτης οργανωτικής δομής της επαρχικής διοίκησης. Σε αυτό συνηγορεί το γεγονός ότι παράλληλα παρατηρείται η τάση αυτονόμησης των διαφόρων υπηρεσιών, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη εξειδίκευση και λιγότερη γραφειοκρατία. Διοικητής κάθε θέματος ήταν ένας στρατηγός, ο οποίος κατείχε την πολιτική και στρατιωτική εξουσία. Άμεσος προϊστάμενος του στρατηγού ήταν ο ίδιος ο αυτοκράτορας. Από τον 11ο και κυρίως κατά το 12ο αιώνα ο θεσμός των θεμάτων αρχίζει να φθίνει, καθώς οι διαλυτικές τάσεις που εμφανίζονται στην κεντρική εξουσία προκαλούν κλυδωνισμούς και στην περιφέρεια. Έτσι, ο όρος θέμα χάνει τη σημασία του και καταλήγει να δηλώνει τη φορολογική περιοχή. Η εξουσία πια περνά στα χέρια των τοπικών στρατιωτικών διοικητών, που κατέχουν και την πολιτική εξουσία. Το φαινόμενο συνδέεται άμεσα με την αύξηση της δύναμης της μεγάλης στρατιωτικής αριστοκρατίας, που από τα τέλη του 11ου αιώνα, με την άνοδο στην εξουσία της δυναστείας των Κομνηνών, ουσιαστικά κυριαρχεί. Μετά το 1204, και ιδιαίτερα από το 14ο αιώνα, η εδαφική συρρίκνωση της αυτοκρατορίας, οι εμφύλιοι πόλεμοι και η τουρκική απειλή οδήγησαν σε μια τάση διάσπασης του κράτους. Ήδη στις αρχές του 13ου αιώνα η σύζυγος του Ανδρόνικου Β΄ Παλαιολόγου, η Γιολάντα, διοικούσε τη Θεσσαλονίκη ως προσωπική της κτήση, ενώ ο Ιωάννης Στ΄ Κατακουζηνός στα μέσα του 14ου αιώνα έδωσε τη διοίκηση της Πελοποννήσου στο γιο του Μανουήλ, μετατρέποντάς την ταυτόχρονα σε ημιαυτόνομο δεσποτάτο. Το 1423 ο διοικητής της απειλούμενης από τους Τούρκους και αποκομμένης από την Κωνσταντινούπολη Θεσσαλονίκης, Ανδρόνικος Παλαιολόγος, μπροστά στον κίνδυνο παρέδωσε την πόλη στους Βενετούς, με την ελπίδα ότι εκείνοι θα μπορούσαν να την υπερασπιστούν καλύτερα. Τέτοια φαινόμενα οδήγησαν παλαιότερους ερευνητές να μιλήσουν για τάση εκφεουδαρχισμού του Βυζαντίου. Εντούτοις, πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, παρά τις φυγόκεντρες τάσεις της αριστοκρατίας, οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ποτέ δεν έπαψαν να θεωρούν τα εδάφη που εκχωρούσαν έως αναπόσπαστο μέρος της αυτοκρατορίας. Φαίνεται ότι επρόκειτο για μια συμβιβαστική και ως ένα βαθμό ικανοποιητική λύση, που εξασφάλιζε αφενός την εκτόνωση των προσωπικών φιλοδοξιών και αφετέρου τον καλύτερο έλεγχο επαρχιών οι οποίες, δεδομένων των συνθηκών, ήταν δύσκολο ή και αδύνατον να ελέγχονται άμεσα από την πρωτεύουσα. Η βυζαντινή κοινωνία Το βυζαντινό αμυντικό σύστημα στηριζόταν στους λεγόμενους στρατιώτες, οι οποίοι ζούσαν από την καλλιέργεια των γαιών τους (στρατιωτικά κτήματα) και προσέφεραν τις υπηρεσίες τους όποτε κρινόταν αναγκαίο. Από τον 8ο αιώνα οι αυτοκράτορες προστάτευαν τις περιουσίες των στρατιωτών από την απληστία των μεγαλογαιοκτημόνων. Οι τελευταίοι αποτελούσαν την ανώτερη και κυρίαρχη τάξη της βυζαντινής κοινωνίας και η δύναμή τους πήγαζε από την οικονομική τους ισχύ και τις θέσεις τους στον κρατικό μηχανισμό. Ήταν οι λεγόμενοι δυνατοί, των οποίων την ισχύ προσπάθησαν ανεπιτυχώς να περιορίσουν οι αυτοκράτορες, κυρίως της δυναστείας των Μακεδόνων. Η επιλογή των προσώπων για τα ανώτατα αξιώματα, όπως του στρατηγού ενός θέματος, γινόταν από την τάξη των πλούσιων. Το ίδιο το αξίωμα παρείχε εξουσία που συχνά τη χρησιμοποιούσαν για τη συσσώρευση πλούτου. Η άνοδος του Αλεξίου Κομνηνού στο θρόνο το 1086 αποτελούσε και νίκη της αριστοκρατίας. Ο αυτοκράτορας πλέον δεν ήταν παρά ένας εκπρόσωπος αυτής της τάξης. Ιδιαίτερα από το 13ο αιώνα και μετά, με τη συρρίκνωση του κράτους και την άνοδο των Παλαιολόγων στην εξουσία, ένας μικρός κύκλος ανθρώπων και οικογενειών κατείχε όλα τα σημαντικά αξιώματα. Μεγάλες οικογένειες όπως οι Παλαιολόγοι, οι Φιλανθρωπινοί, οι Κατακουζηνοί κ.ά., συνδέονταν μεταξύ τους με επιγαμίες, εξασφαλίζοντας έτσι συνοχή και αλληλοϋποστήριξη και δημιουργώντας ένα είδος υπεροικογένειας που ενέμετο την εξουσία. Σε αντίθεση με παλαιότερες περιόδους, η είσοδος νέων μελών σε αυτό τον κύκλο ήταν ιδιαίτερα δύσκολη (δεν ήταν όμως και αδύνατη). Κατά τους λεγόμενους «μέσους χρόνους», η μικρή και μεσαία αγροτική ιδιοκτησία αποτελούσε τη βάση του βυζαντινού οικονομικού οικοδομήματος, αν και οι μεγάλες ιδιοκτησίες δεν χάθηκαν ποτέ από το Βυζάντιο. Στην κατηγορία των μεγάλων γαιοκτημόνων θα πρέπει να εντάξουμε ήδη από τον 8ο αιώνα και τα μοναστήρια, που, χάρη στις δωρεές, άρχισαν να σχηματίζουν μεγάλες περιουσίες, που μετά το 10ο αιώνα θα γίνουν τεράστιες. Παρά τις προσπάθειες των αυτοκρατόρων να διατηρήσουν μια ισορροπία ανάμεσα στη μικρή και στη μεγάλη έγγεια ιδιοκτησία, η έλλειψη επαρκούς στήριξης από το διοικητικό μηχανισμό είχε ως αποτέλεσμα ήδη από το 10ο αιώνα την κυριαρχία της μεγάλης ιδιοκτησίας – αν και η μικρή κοινότητα του χωρίου παρέμεινε έως και τον 11ο αιώνα η βάση του φορολογικού συστήματος. Από τον 11ο αιώνα πολλά από τα μοναστήρια απέκτησαν τεράστια οικονομική ισχύ, γεγονός που, σε συνδυασμό με τη μεγάλη συγκέντρωση πλούτου από τους αριστοκράτες, περιόρισε στο ελάχιστο τη μικρή και μεσαία ιδιοκτησία, που αποτελούσε τη βάση της βυζαντινής επαρχιακής κοινωνίας. Η εξαχρείωση οδηγούσε πολλούς από τους ακτήμονες αγρότες είτε στην παρανομία είτε στα μοναστήρια. Κατά τους ύστερους χρόνους ιδιαίτερα, δεν ήταν σπάνιο το φαινόμενο να καταφεύγουν σε περιοχές που κατείχαν οι Οθωμανοί, ελπίζοντας σε ένα καλύτερο μέλλον. Σε αντίθεση με τη Δύση, στο Βυζάντιο δεν σχηματίστηκε ποτέ μια πραγματικά ισχυρή μέση αστική τάξη. Η δυναμική ανάπτυξης του βυζαντινού εμπορίου, που ευνοούσε κατά τον 9ο και 10ο αιώνα τη διαμόρφωση μιας εύπορης τάξης εμπόρων, σταδιακά ανακόπηκε από τον 11ο αιώνα, κυρίως λόγω των εξαιρετικών προνομίων που εκχωρούσαν στις ιταλικές πόλεις οι αυτοκράτορες. Η τακτική αυτή μάλιστα, με την πάροδο του χρόνου και τη βαθμιαία εξασθένιση του κράτους, ισχυροποιήθηκε, και όσες φορές, από τα τέλη του 12ου αιώνα, οι αυτοκράτορες επιχείρησαν να ανακαλέσουν τα προνόμια που είχαν εκχωρήσει στους Ιταλούς –κυρίως στη Βενετία και μεταγενέστερα στη Γένοβα– η δυναμική τους αντίδραση είχε ως αποτέλεσμα την υποχώρηση των Βυζαντινών και την εκχώρηση νέων προνομίων. Η πλούσια αριστοκρατική τάξη, που διέθετε τους οικονομικούς πόρους να ενισχύσει το εμπόριο, ήταν στενά δεμένη με την ιδέα της γαιοκτησίας ως μόνου κοινωνικά αποδεκτού μέσου καταξίωσης. Μόνο κατά την τελευταία πεντηκονταετία του βυζαντινού κράτους, όταν εξαιτίας της τουρκικής προέλασης οι αριστοκράτες έχασαν σχεδόν όλη τους την ιδιοκτησία, στράφηκαν στο εμπόριο. Έτσι, κατά τα τελευταία έτη του Βυζαντίου, παρατηρείται το παράδοξο φαινόμενο του σχηματισμού μιας ευρείας τάξης αστών εμπόρων με ιδιαίτερη ισχύ. Ήταν όμως πολύ αργά για να αλλάξει κάτι ουσιαστικά στο βυζαντινό κράτος, που ήταν περιορισμένο στην Κωνσταντινούπολη και στην Πελοπόννησο. Η οικονομία στο βυζαντινό κράτος Η οικονομική διοίκηση διασπάστηκε σε πολλές ειδικές οικονομικές υπηρεσίες που λειτούργησαν έως το 1204, τα λογοθέσια, τα οποία αναλάμβαναν τομείς της οικονομίας. Μετά τα μέτρα που έλαβε ο Ιουστινιανός Α΄ κατά της μεγάλης ιδιοκτησίας και εξαιτίας των επιδρομών που επιχειρούσαν οι βαρβαρικοί λαοί στα εδάφη της αυτοκρατορίας, υπήρξε κάποια κοινωνική ισορροπία, η οποία όμως διασαλεύτηκε μετά το τέλος των νικηφόρων πολέμων κατά των Αράβων. Η αριστοκρατία εκμεταλλεύτηκε τις αντίξοες συνθήκες που επικρατούσαν και απέσπασε τεράστια κομμάτια γης από τους μικροϊδιοκτήτες και τους στρατιώτες, με συνέπεια να πάψει να υφίσταται ο θεσμός της μικρής ελεύθερης ιδιοκτησίας. Οι τελευταίοι, καθώς δεν διέθεταν πλέον εισοδήματα, έχασαν τη δυνατότητα της αυτοχρηματοδότησής τους για εξάρτυση και εξοπλισμό. Ακολούθησαν οι προσπάθειες των Μακεδόνων αυτοκρατόρων, που επέβαλαν σκληρά μέτρα αλλά με προσωρινό αποτέλεσμα, μέχρι την επικράτηση της πολιτικής αριστοκρατίας την εποχή των διαδόχων του Βασιλείου Ε΄, οπότε και εγκαταλείφθηκε η πολιτική προστασίας προς τους μικροϊδιοκτήτες. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ΖΩΗ ΣΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΟ Οι πληροφορίες που δίνουν οι γραπτές πηγές για την καθημερινή ζωή στο Βυζάντιο δεν επαρκούν προκειμένου να περιγράψουμε με ακρίβεια όλες τις κοινωνικές δραστηριότητες στη μακρόχρονη ιστορία της αυτοκρατορίας. Άλλωστε, ήταν διαφορετική η κοινωνική συγκρότηση στις πόλεις και στην ύπαιθρο. Οι δυο σημαντικότερες πόλεις ήταν, αναμφίβολα, η Κωνσταντινούπολη και η Θεσσαλονίκη. Η πρώτη είχε πληθυσμό που ξεπερνούσε τα 500.000 άτομα τα χρόνια της ακμής της και η δεύτερη έφτασε τους 200.000 κατοίκους στο απόγειο της ακμής της στα χρόνια της μακεδονικής δυναστείας. Ο πληθυσμός στις πόλεις χωριζόταν σε 3 τάξεις, την άρχουσα, που την αποτελούσαν οι αξιωματούχοι του παλατιού και οι υψηλόβαθμοι διοικητικοί υπάλληλοι, τη μεσαία, που περιλάμβανε τους εμπόρους, τους βιοτέχνες και τους καταστηματάρχες, και την κατώτερη, που περιλάμβανε τους εργάτες, τους «πένητες» και τους δούλους. Η πρώτη τάξη, εξαιρετικά ολιγάριθμη, ήταν σχεδόν εξολοκλήρου συγκεντρωμένη στην Κωνσταντινούπολη. Σ’ αυτήν ανήκαν άτομα των οποίων οι πρόγονοι παρείχαν παραδοσιακά τις υπηρεσίες τους στην κρατική μηχανή του Βυζαντίου, αλλά και άτομα των κατώτερων τάξεων με έφεση στα γράμματα και ικανότητες στη διοίκηση. Η μόρφωσή τους βασιζόταν στη γνώση των Ελλήνων συγγραφέων της κλασικής εποχής, στη ρητορική και στους νόμους. Ήταν ορθόδοξοι, όχι απαραίτητα βαθιά θρησκευόμενοι, αλλά πίστευαν στις προλήψεις και στους οιωνούς, όπως όλοι στο βυζαντινό Μεσαίωνα. Ζούσαν άνετα σε πολυτελή μέγαρα, διέθεταν υπηρετικό προσωπικό και ντύνονταν με πλουμιστά ενδύματα. Αντιπαθούσαν τους στρατιωτικούς, που δεν είχαν αξιόλογη παιδεία, μισούσαν τους κάθε λογής αιρετικούς, αλλά κυρίως εχθρεύονταν τους Φράγκους. Η δεύτερη τάξη απαρτιζόταν ουσιαστικά απ’ όσους ασχολούνταν με το εμπόριο ή είχαν κάποιο συγκεκριμένο επάγγελμα. Η τάξη αυτή ήταν σαφώς πιο πολυάριθμη σε σχέση με εκείνη των αξιωματούχων, αλλά τα μέλη της αυξάνονταν ή μειώνονταν ανάλογα με την επιβολή ή την άρση των εμποδίων στο εμπόριο και στη διακίνηση κεφαλαίων, και τη γενικότερη κατάσταση του Βυζαντίου. Μετά το 12ο αιώνα, οπότε και επιβλήθηκε η οργάνωση των επαγγελματιών σε συντεχνίες ελεγχόμενες από το κράτος, ο αριθμός τους μειώθηκε ακόμη περισσότερο. Ο θεσμός της οικογένειας ήταν πολύ ισχυρός, κυρίως στις δυο ανώτερες τάξεις. Οι περισσότερες οικογένειες τηρούσαν τις χριστιανικές υποδείξεις και αρετές. Οι γυναίκες ήταν απομονωμένες –καμιά αξιοπρεπής γυναίκα δεν κυκλοφορούσε ακάλυπτη στο δρόμο, ούτε και δειπνούσε με ξένο– αλλά είχαν ισχυρούς δεσμούς με τα παιδιά τους. Τα μέλη των δυο τάξεων ασχολούνταν συστηματικά με την ελεημοσύνη, είτε από πραγματική αγάπη για τους συνανθρώπους τους είτε υποκύπτοντας στις απειλές της Εκκλησίας για τιμωρία μετά θάνατο. Η τρίτη τάξη ήταν και η πιο πολυάριθμη. Εκτός από τους «πένητες», τους εργάτες και τους δούλους, περιλάμβανε τους ληστές, τις πόρνες, τους ανεπάγγελτους και άλλους. Οι περισσότεροι αυτοκράτορες του Βυζαντίου έδειχναν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις δυνατότητες επιβίωσης αυτών των ατόμων. Επιδίωκαν να διατηρούν χαμηλά την τιμή του ψωμιού, έστω και τεχνητά, ώστε οι άνθρωποι αυτοί να μπορούν να εξασφαλίζουν άνετα το καθημερινό τους φαγητό και να μην ξεσπά η δυσαρέσκειά τους εναντίον της κεντρικής εξουσίας. Πράγματι, όσο υπήρχε η δυνατότητα το Βυζάντιο να προμηθεύεται μεγάλες ποσότητες σιτηρών σε σταθερές τιμές –η δωρεάν διανομή ψωμιού, χαρακτηριστικό της κοινωνικής ζωής στην αρχαία Ρώμη και στους πρώτους αιώνες του Βυζαντίου, είχε διακοπεί μετά την απώλεια της Αιγύπτου στα τέλη του 7ου αιώνα–, η αφοσίωση των μαζών στο πρόσωπο του αυτοκράτορα ήταν δεδομένη. Όταν όμως η τιμή του ψωμιού ανέβαινε, η δυσαρέσκεια των μαζών εκφραζόταν και απέναντι στον ίδιο τον αυτοκράτορα. Μπορεί η τροφή να ήταν εύκολη υπόθεση για όλους, δεν συνέβαινε όμως το ίδιο με την ένδυση ή τη στέγαση. Τα ενδύματα, ακόμη και τα πιο απλά, τα μάλλινα και τα τσουβαλένια, ήταν ακριβά. Οι φτωχοί έμεναν σε ταπεινές κατοικίες και καλύβες σε στενά σοκάκια. Και πάλι όμως υπήρχαν πολλοί χωρίς καμιά στέγη, οι οποίοι διανυκτέρευαν στους ναούς, στον ιππόδρομο και στο ύπαιθρο. Η φτώχεια των περισσοτέρων οφειλόταν κυρίως στο θεσμό της δουλείας, καθώς οι δούλοι έκαναν χωρίς πληρωμή αυτό για το οποίο πληρώνονταν οι εργάτες. Η ζωή των δούλων εξαρτιόταν από τη στάση του κυρίου τους. Οι δούλοι των πλουσίων απολάμβαναν μια σχετικά άνετη ζωή, ενώ αντίθετα αυτοί που εργάζονταν στα χωράφια και ανήκαν σε φτωχούς γεωργούς ζούσαν άθλια. Η χριστιανική Εκκλησία είχε ταχθεί σταθερά κατά της δουλείας, αλλά δεν κατόρθωσε να καταργήσει το θεσμό αυτό. Όσο διαρκούσαν οι στρατιωτικές επιτυχίες της αυτοκρατορίας, υπήρχε πληθώρα φτηνών δούλων. Μόνο όταν άρχισε η παρακμή ελαττώθηκε ο αριθμός των δούλων και μπόρεσαν και οι ελεύθεροι εργάτες να βελτιώσουν την οικονομική τους κατάσταση. Ο λαός υπέφερε από τις επιδημικές και τις ενδημικές αρρώστιες, που προκαλούνταν κυρίως από την έλλειψη υγειονομικών μέτρων και από την αδυναμία των ιατρών να τις αντιμετωπίσουν. Ο τύφος, η ευλογιά, η πανώλη ήταν οι πιο συνηθισμένες επιδημικές ασθένειες που ξεκλήριζαν τον πληθυσμό των πόλεων. Η πρόωρη θνησιμότητα ήταν μεγάλη και σπάνια ξεπερνούσε κανείς τα 60 χρόνια ζωής. Η πορνεία ήταν αρκετά διαδεδομένη, καθώς η απομόνωση των γυναικών ευνοούσε τις παράνομες σεξουαλικές σχέσεις. Οι πόρνες ανέρχονταν σε πολλές χιλιάδες. Ζούσαν μια πολύ δύσκολη ζωή, καθώς το αντίτιμο των υπηρεσιών τους ήταν πολύ χαμηλό και δεν είχαν καμιά κοινωνική αναγνώριση. Επίσης, στις μεγάλες πόλεις υπήρχαν πολλοί ληστές, που κυκλοφορούσαν τη νύχτα και άδειαζαν τα σπίτια ή δολοφονούσαν τους περαστικούς καλυμμένοι από το σκοτάδι. Την εγκληματικότητα περιόριζε η νυχτερινή περιπολία, η επαρχική φρουρά, με στόχο τη διατήρηση της ασφάλειας των πολιτών. Η ζωή των φτωχών είχε και τα καλά της, καθώς απολάμβαναν τη φιλανθρωπία των ιδιωτών, του κράτους και της Εκκλησίας, και διάφορα θεάματα, συνήθως βάρβαρα, όπως οι βασανισμοί και οι εκτελέσεις, αλλά και λιγότερο βίαια, όπως οι ιπποδρομίες και οι αγώνες δρόμου στον ιππόδρομο. Η κοινωνία της υπαίθρου ωστόσο είχε μεγαλύτερη ομοιογένεια. Οι κάτοικοί της χωρίζονταν σε δυο μόνο τάξεις, τους μεγάλους γαιοκτήμονες και τους μικροϊδιοκτήτες γης, εργάτες και δούλους. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες ζούσαν στις επαρχίες της αυτοκρατορίας. Διέθεταν μεγάλες εκτάσεις γης τις οποίες καλλιεργούσαν με δούλους ή εργάτες γης. Μετά το 12ο αιώνα κατόρθωσαν να επεκτείνουν τις ιδιοκτησίες τους με την εξαγορά των κτημάτων των μικροϊδιοκτησιών. Ζούσαν σε πολυτελή μέγαρα, αντίγραφα των παλατιών της Κωνσταντινούπολης, και οι περισσότεροι χαρακτηρίζονταν από έντονο θρησκευτικό συναίσθημα και ήταν φανατικά ορθόδοξοι. Απεχθάνονταν τη γραφειοκρατία και την αριστοκρατία της Κωνσταντινούπολης και προσπαθούσαν να αποφύγουν τις φορολογικές τους υποχρεώσεις. Πολλοί γίνονταν αξιωματικοί στο βυζαντινό στρατό και κάποιοι επίσκοποι και μοναχοί. Βρίσκονταν σε μια συνεχή αντιπαράθεση με την κεντρική εξουσία, η οποία έβλεπε στο πρόσωπό τους ένα διαρκή κίνδυνο. Μετά το 12ο αιώνα αρκετές οικογένειες, όπως οι Κομνηνοί, οι Φωκάδες και οι Δούκες, κατόρθωσαν να αποκτήσουν μεγάλη ισχύ και να αναδείξουν αυτοκράτορες του Βυζαντίου Οι φτωχοί γεωργοί έμεναν σε χωριά με πληθυσμό μέχρι 500, το πολύ 1.000 κατοίκους, σε σπίτια φτιαγμένα από λασπότουβλα με σκεπή από άχυρα ή κεραμίδια, μαζί με τα οικόσιτα ζώα τους. Καλλιεργούσαν τα κτήματά τους με το ησιόδειο άροτρο και με τη βοήθεια των ζώων. Η ζωή τους ήταν σκληρή και γεμάτη αβεβαιότητα για το μέλλον. Οι επιδρομές των ληστών και των γειτονικών λαών, οι πόλεμοι, οι ξηρασίες και οι επιδρομές των ακρίδων κατέστρεφαν τη σοδειά τους, με αποτέλεσμα να αδυνατούν να πληρώσουν τους φόρους που τους αναλογούσαν. Οι αυτοκράτορες, αναγνωρίζοντας τη σημασία της ύπαρξης των ελεύθερων καλλιεργητών, είχαν θεσπίσει το αλληλέγγυο, δηλαδή, αν κάποιος γεωργός δεν μπορούσε να πληρώσει τα χρέη του, τα πλήρωνε η κοινότητα ή οι ισχυροί γαιοκτήμονες της περιοχής. Όταν ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος κατήργησε τον 11ο αιώνα το αλληλέγγυο, οι γεωργοί άρχισαν να δανείζονται από τους μεγαλογαιοκτήμονες και στη συνέχεια να πουλούν ή να μεταβιβάζουν σε αυτούς τα κτήματά τους, να εγκαταλείπουν την ύπαιθρο και να εγκαθίστανται στις πόλεις ή να γίνονται εργάτες γης στα πρώην κτήματά τους. Μέχρι το 12ο αιώνα η ζωή των ελεύθερων γεωργών ήταν σε γενικές γραμμές καλύτερη από εκείνη της κατώτερης τάξης των αστικών κέντρων, διότι είχαν εξασφαλισμένη τη λιτή τροφή τους και τη στέγη τους και δεν μαστίζονταν από τις επιδημικές και ενδημικές ασθένειες. Οι περισσότεροι γεωργοί ήταν εντελώς αγράμματοι, αλλά όσα παιδιά επιθυμούσαν να μορφωθούν μπορούσαν να το κάνουν, φτάνει να υπήρχε κοντά στο σπίτι τους κάποιο μοναστήρι, στο οποίο μάθαιναν τα στοιχειώδη γράμματα. Όσοι επιθυμούσαν να ακολουθήσουν το μοναστικό βίο μπορούσαν να λάβουν πλήρη μόρφωση. Είχαν επίσης ευκαιρίες για διασκέδαση στα τοπικά πανηγύρια και στις μεγάλες θρησκευτικές γιορτές. Η προσήλωση των χωρικών στη θρησκεία δεν ήταν απόλυτη, αφού η αυστηρή ηθική και τα δογματικά ζητήματα μάλλον τους άφηναν αδιάφορους, ενώ ταλανίζονταν από προκαταλήψεις και έδειχναν ενδιαφέρον για τη μαγεία. Σε αυτό συντελούσαν και οι απλοί τοπικοί ιερείς, οι οποίοι προέρχονταν από τα λαϊκά αγροτικά στρώματα και ήταν εξίσου αμόρφωτοι και δεισιδαίμονες όσο και το ποίμνιό τους. ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΚΑΙ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ Η κοινωνία στον ελλαδικό χώρο κατά την Οθωμανική περίοδο Στην πλειονότητά του, ο πολυεθνικός πληθυσμός που ζούσε στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (με εξαίρεση την άρχουσα τάξη της αριστοκρατίας, τη λεγόμενη οθωμανική) ανήκε στην κατηγορία του ραγιά (reaya ή raya), που σημαίνει «το κοπάδι», με την προστατευτική έννοια της λέξης. Στην περίοδο της παρακμής της αυτοκρατορίας, η λέξη ραγιάς άρχισε να χρησιμοποιείται αποκλειστικά για τους μη μουσουλμάνους. Ο πληθυσμός, λοιπόν, που κατοικούσε στον ελλαδικό χώρο κατά την περίοδο της οθωμανικής επικυριαρχίας ανήκε ως επί το πλείστον στην κατηγορία του ραγιά και ως τέτοιος υπόκειτο στη φορολόγηση. Μια άλλη βασική διάκριση που γινόταν για τον πληθυσμό των ραγιάδων (χριστιανών και μουσουλμάνων) ήταν αυτή που τους διαχώριζε σε δύο κατηγορίες: α) τους κατοίκους των πόλεων και των χωριών? β) τους νομάδες. Κανείς δεν μπορούσε να περάσει από τη μια κατηγορία στην άλλη χωρίς να λάβει επίσημη κρατική άδεια. Κατά τον ίδιο τρόπο επιδιωκόταν να παραμένει σταθερή και η κοινωνική διάρθρωση της αυτοκρατορίας. Η κοινωνική κινητικότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εμποδιζόταν, καθώς η μεταπήδηση από τη μια κοινωνική κατηγορία σε άλλη θα στερούσε την αυτοκρατορία από τους φόρους. Έτσι, η διάρθρωση της οθωμανικής κοινωνίας παρουσιάζεται ως εξής: 1. Την ανώτερη βαθμίδα την καταλάμβαναν οι ευγενείς κι ο ανώτερος κλήρος. Η τάξη αυτή, σε αντίθεση με το ραγιά, είχε το δικαίωμα να ιππεύει ή να ζώνει το σπαθί. Πρόκειται για τους «Οθωμανούς», οι οποίοι, με αυτοκρατορικό διάταγμα, πληρούν μια κρατική θέση, δεν συμμετέχουν στην παραγωγή και απαλλάσσονται τελείως από τους φόρους. Στην τάξη αυτή συμπεριλαμβάνονται, εκτός από τους στρατιωτικούς που ονομάζονται ειδικά ασκερλέρ (askerler = στρατιώτες), οι δημόσιοι υπάλληλοι, οι αυλικοί και η ιεραρχία του κλήρου των μιλλετίων (για το θεσμό των μιλλετίων βλ. παρακάτω). Σε αντίθεση με τους παραπάνω, αυτοί που ασχολούνταν με το εμπόριο ή τη γη, μουσουλμάνοι ή μη, ήταν ραγιάδες και συνεπώς πλήρωναν φόρους. 2. Η αγροτική τάξη. Ο σουλτάνος μίσθωνε τη γη –η οποία, όπως κι όλα τα αγαθά της αυτοκρατορίας, ανήκε σε αυτόν– στους καλλιεργητές διαμέσου των τιμαριωτών. Η επικαρπία ήταν κληρονομική κι ο τιμαριώτης δεν είχε το δικαίωμα να αφαιρέσει τη γη από τα χέρια των ραγιάδων. Εάν ένας αγρότης ήθελε να γίνει βιοτέχνης στην πόλη, έπρεπε να καταβάλει στον τιμαριώτη του ένα φόρο αποζημίωσης, το «χρήμα για την ακύρωση της μίσθωσης» ή τσιφτ μποζάν ακτσεσί (ηift bozan akηesi), και τότε μόνο ήταν απαλλαγμένος από την υποχρέωσή του να επιστρέψει στη γη του. 3. Βιοτέχνες. Όλοι οι βιοτέχνες συμπεριλαμβάνονταν στα σωματεία που αποκαλούνται εσνάφια (esnaf) ή ρουφέτια. Πρόκειται για επαγγελματικές ενώσεις που σκοπό είχαν την περιφρούρηση των επαγγελματικών συμφερόντων των μελών τους, την οικονομική ευημερία τους και τη μεταξύ τους αλληλεγγύη, καθώς και την εξασφάλιση της μονοπωλιακής παραγωγής και διάθεσης των προϊόντων. Δεν έχουμε σαφείς πληροφορίες για τον τρόπο λειτουργίας των συντεχνιών κατά τους πρώτους αιώνες της οθωμανικής κυριαρχίας στην περιοχή, είναι όμως πιθανό ότι στηριζόταν σε βυζαντινά πρότυπα. Επικεφαλής της συντεχνίας ήταν ο πρωτομαΐστωρ (πρωτομάστορας), που εκλεγόταν από τη συνέλευση των μαστόρων και η θητεία του ήταν ετήσια. Αντιπροσώπευε τη συντεχνία, διαχειριζόταν την περιουσία της και αναλάμβανε την επίλυση των διαφορών που αναφύονταν μεταξύ των μελών της, των μαϊστόρων, που η εισδοχή τους στη συντεχνία αποφασιζόταν από τη συνέλευση όλων των μελών. Οι μαθητευόμενοι (τσιράκια) και οι καλφάδες βοηθούσαν το μάστορα και ο πρωτοκάλφας ήταν επιφορτισμένος να επιβλέπει τη λειτουργία της συντεχνίας. Υπήρχαν συντεχνίες ορθοδόξων, Εβραίων και μουσουλμάνων, αλλά και μεικτές. Οι μουσουλμάνοι δεν ασχολούνταν με μερικά επαγγέλματα τα οποία δεν γνώριζαν, όπως εκείνα που σχετίζονταν με τη ναυπηγική και στα οποία διέπρεπαν οι ελληνορθόδοξοι πληθυσμοί. Έτσι, υπήρχαν εσνάφια τα οποία μονοπωλούνταν από ένα μόνο μιλλέτι. Τα εσνάφια ήταν επίσης επιφορτισμένα με την είσπραξη από τα μέλη τους των τελωνειακών δασμών για τα εισαγόμενα και εξαγόμενα εμπορεύματα. Ο επιθεωρητής της αγοράς εισέπραττε από όλους τους βιοτέχνες και τους μικρομαγαζάτορες το δημοτικό φόρο, το ιχτισάπ ρεσμί (ihtisap resmi). Επίσης, τα εσνάφια, σε συνεργασία με τον επιθεωρητή της αγοράς, έλεγχαν την ποιότητα των προϊόντων, το βάρος τους και τις διαστάσεις τους, προκειμένου να αποφευχθεί οποιαδήποτε απάτη. Καθόριζαν το ύψος των τιμών και των μισθών με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης. Κατ’ αυτό τον τρόπο, το σύστημα των εσναφιών επέτρεπε στην κεντρική εξουσία να ελέγχει από κοντά τους βιοτέχνες και τα κέρδη τους δεν μπορούσαν να διαφύγουν τη φορολογία. Εκτός από τις μεγάλες πόλεις, συντεχνίες υπήρχαν επίσης στα νησιά και σε αγροτικές περιοχές. Στα μέσα του 18ου αιώνα, στη Θεσσαλονίκη υπήρχαν 40 συντεχνίες και άλλες τόσες περίπου στα Ιωάννινα. Συντεχνιακή ήταν και η οργάνωση των Μαντεμοχωρίων της Χαλκιδικής και των Μαστιχοχωρίων της Χίου. 4. Έμποροι. Μπορούμε να διακρίνουμε δύο τάξεις εμπόρων: από τη μια υπήρχαν οι μικρομαγαζάτορες, οι οποίοι είχαν τα δικά τους σωματεία και που συνεπώς αποκαλούνταν εσνάφηδες? αυτοί πλήρωναν το δημοτικό φόρο (ιχτισάπ ρεσμί) και υπόκειντο στον αγορανομικό έλεγχο από τον επιθεωρητή της αγοράς (μουχτεσίπ). Από την άλλη, οι χοντρέμποροι που λέγονταν «τυτζάρηδες»? αυτοί δεν πλήρωναν το δημοτικό φόρο και δεν ελέγχονταν από τον επιθεωρητή της αγοράς (μουχτεσίπ). Ο θεσμός του μιλλετίου Ο διαχωρισμός των υπηκόων με βάση το θρήσκευμα και το σχετικό με αυτό σύστημα των μιλλετίων βρίσκονταν στη βάση της οργάνωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το πρώτο μιλλέτι που δημιουργήθηκε την επομένη της Άλωσης ήταν το ορθόδοξο, με επικεφαλής τον Οικουμενικό Πατριάρχη, ενώ το μουσουλμανικό μιλλέτι είχε ηγέτη το σεΐχη του Ισλάμ, το σεϊχουλισλάμη (?eyhόlislam). Κατά τον ίδιο τρόπο δημιουργήθηκαν το εβραϊκό και το αρμενικό μιλλέτι. Από το 16ο αιώνα, η αύξηση της επιρροής των δυτικών δυνάμεων μέσα στην αυτοκρατορία υποχρέωσε την οθωμανική κυβέρνηση να αναγνωρίσει την ύπαρξη των ξένων μιλλετίων: καθολικό μιλλέτι υπό την προστασία της Γαλλίας? προτεσταντικά μιλλέτια υπό την προστασία των προτεσταντικών δυνάμεων, όπως της Αγγλίας και της Ολλανδίας. Αυτά τα μιλλέτια δεν υπάκουαν στους νόμους του κράτους, αλλά διαχειρίζονταν τις υποθέσεις τους χάρη στο σύστημα των διομολογήσεων που οι ευρωπαϊκές δυνάμεις είχαν αποσπάσει από την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Στο πλαίσιο της οργάνωσης της κοινωνίας με βάση το θεσμό των μιλλετίων, ο επικεφαλής του ορθόδοξου μιλλετίου έλαβε ειδικά προνόμια. Τα προνόμια δόθηκαν στον πρώτο μετά την Άλωση Πατριάρχη, τον Γεννάδιο Σχολάριο, γραπτώς, υπό μορφή βερατίου1. Τα προνόμια αυτά προέβλεπαν την ελεύθερη άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των ορθοδόξων ραγιάδων, παρείχαν εγγύηση για το «αδιάσειστον και αφορολόγητον» του Πατριάρχη και τον αναγνώριζαν ως κορυφαίο εκπρόσωπο του συνόλου των ορθόδοξων κατοίκων της αυτοκρατορίας, αλλά και ως πολιτικό υπεύθυνο για αυτούς έναντι της Πύλης. Ανάλογου περιεχομένου βεράτια προνομίων δίνονταν όχι μόνο στους μετέπειτα πατριάρχες, αλλά και στους κατά τόπους μητροπολίτες. Χάρη στα προνόμια αυτά, η Εκκλησία μπορούσε ακωλύτως να επιτελέσει το έργο της, εντασσόταν όμως στο διοικητικό μηχανισμό της οθωμανικής πολιτείας και αναλάμβανε βαρύτατες υποχρεώσεις και ευθύνες έναντι της Πύλης. Η δικαιοδοσία του Οικουμενικού Πατριάρχη ήταν απόλυτη επί όλων των προσωπικών αντιδικιών μεταξύ ορθοδόξων που είχαν θρησκευτικό περιεχόμενο, όπως οι υποθέσεις γάμου, υιοθέτησης, διαζυγίου και συχνά κληρονομιάς, οι οποίες υποβάλλονταν στα επισκοπικά δικαστήρια. Τα πολιτικά δικαστήρια που είχε εγκαθιδρύσει ο πατριάρχης δίκαζαν όλες τις άλλες πολιτικές υποθέσεις. Στα δικαστήρια των καδήδων υπάγονταν μόνον οι ποινικές υποθέσεις και οι υποθέσεις όπου ήταν αναμειγμένος τουλάχιστον ένας μουσουλμάνος. Στην πλειονότητά τους, οι κάτοικοι του ελλαδικού χώρου κατά την περίοδο της οθωμανικής κυριαρχίας περιλαμβάνονταν στο ορθόδοξο μιλλέτι. Υπήρχαν βέβαια και πολυάριθμοι πληθυσμοί που ανήκαν στο εβραϊκό ή το μουσουλμανικό μιλλέτι. Οι πρώτοι είχαν εγκατασταθεί στον ελλαδικό χώρο σε κάποια από τις μετακινήσεις που έκαναν σε αναζήτηση ενός φιλόξενου χώρου. Μουσουλμανικοί πληθυσμοί είχαν έρθει στον ελλαδικό χώρο κατά τη διάρκεια της επέκτασης της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Κάποια ομάδα μουσουλμάνων είχε έρθει στον ελλαδικό χώρο στο πλαίσιο της πληθυσμιακής πολιτικής που είχε υιοθετήσει το οθωμανικό κράτος, η οποία αποκαλείται sόrgόn ή σύστημα μαζικής εκτόπισης: τους Τούρκους νομάδες (Τουρκομάνους ή Τόrkmen) που έφταναν από ανατολάς, τους εγκαθιστούσαν ως μόνιμους κατοίκους στα Βαλκάνια και τα νησιά της Ανατολικής Μεσογείου. Οι κοινότητες Εκτός από τα προνόμια που δόθηκαν στην ορθόδοξη Εκκλησία, σε ορισμένες περιοχές (την Αθήνα, την Ήπειρο, τις Κυκλάδες, τη Χίο κ.α.) δόθηκαν προνομιακοί ορισμοί, που δημιούργησαν ευνοϊκές συνθήκες για την οργάνωση των υπηκόων. Από τα προνόμια αυτά, ιδιαίτερα από τις αρχές του 17ου αιώνα, έμμεσα προβλεπόταν η σύσταση και η λειτουργία των κοινοτήτων, η οποία υπήρξε σημαντική κατάκτηση για τον ελληνισμό. Οι κοινοτικοί άρχοντες (που ονομάζονταν κοτζαμπάσηδες, άρχοντες, γέροντες, δημογέροντες, προεστώτες) εκλέγονταν από τα μέλη της κοινότητάς τους και είχαν σημαντικές αρμοδιότητες, όπως ήταν η φροντίδα για τη συγκέντρωση των φόρων και την ενίσχυση της παιδείας, καθώς και δικαστικές αρμοδιότητες. Το παιδομάζωμα Το παιδομάζωμα (dev?irme) ήταν κρατικός θεσμός περιοδικής στρατολόγησης ελληνορθόδοξων αγοριών. Αποκλείονταν δηλαδή οι μουσουλμάνοι, οι Εβραίοι και όλοι οι άλλοι χριστιανοί. Οι καλύτεροι από τους στρατολογημένους αυτούς ορθόδοξους καταλάμβαναν τις ηγετικές θέσεις στο παλάτι ή στον αυτοκρατορικό στρατό. Τα αίτια για την υιοθέτηση του θεσμού του παιδομαζώματος πρέπει να αναζητηθούν στις αντιθέσεις και τις συγκρούσεις που υπήρχαν ανάμεσα στην παραδοσιακή αριστοκρατία (τα μέλη των παλαιών φυλετικών οθωμανικών ομάδων και της μεγάλης γαιοκτησίας) και την εξουσία του σουλτάνου. Ο Μουράτ ο Β΄, βασισμένος κυρίως στα σώματα που είχαν συγκροτηθεί με το παιδομάζωμα, μπόρεσε να συνεχίσει τις στρατιωτικές του επιτυχίες στη Βαλκανική και να καταβάλει στη Βάρνα, στις 10 Νοεμβρίου 1444, τον τελευταίο σταυροφορικό στρατό που οργάνωσαν εναντίον του οι ευρωπαϊκές δυνάμεις. Στα ίδια αυτά σώματα βασίστηκε κυρίως και ο γιος του, Μωάμεθ Β΄ ο Πορθητής, για την εδραίωσή του στο θρόνο και τη συνέχιση των οθωμανικών κατακτήσεων με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο νέος στρατός των «δούλων της Πύλης» διαιρούνταν σε πεζικό, τους «γενίτσερι» (yeniηeri = καινούριος στρατιώτης) που στα ελληνικά μετατράπηκε σε γενίτσαρος, και σε ιππικό, τους «σιπαχί» (sipahi) στους οποίους ο Μουράτ Β΄, τον επόμενο αιώνα, παραχώρησε τιμάρια και που τελικά τέθηκαν υπό τον έλεγχο της αριστοκρατίας. Στόχος των σουλτάνων ήταν να αποδεσμευτούν από την επιρροή της αριστοκρατίας και των θρησκευτικών ομάδων και να βασίσουν την απόλυτη εξουσία τους σε μια ελίτ αφοσιωμένη σε αυτούς. Την ελίτ αυτή συγκροτούσαν οι νέοι που είχαν στρατολογηθεί με το σύστημα του παιδομαζώματος. Οι άνθρωποι αυτοί έπρεπε να αποκοπούν από την οικογένειά τους, το χωριό τους, τη θρησκεία τους και, τελείως αναγεννημένοι, να μην έχουν άλλον υλικό και συναισθηματικό δεσμό πέρα από το πρόσωπο του αυτοκράτορα. Ο σουλτάνος αρνήθηκε τη στρατολόγηση των μουσουλμάνων, με βάση την αντίληψη πως δεν ήταν δυνατόν να γίνει δούλος ο γιος ενός πραγματικού πιστού του Προφήτη. Για να μην αποδιοργανωθούν το εμπόριο και η βιομηχανία, οι νέοι των αστικών κέντρων και οι γιοι των βιοτεχνών που ζούσαν στην ύπαιθρο αποκλείονταν από το παιδομάζωμα. Παροικίες Οι μεταναστεύσεις των Ελλήνων προς την κεντρική Ευρώπη άρχισαν κυρίως από τα μέσα του 17ου αιώνα, για λόγους διαφορετικούς από εκείνους που προκάλεσαν τη φυγή προς την Ιταλία κατά τους χρόνους που ακολούθησαν την Άλωση. Ο δρόμος των καραβανιών, που μετέφεραν τα εμπορεύματα από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στην Ουγγαρία, την Αυστρία και τη Γερμανία έφερε εμπόρους στις πόλεις των χωρών αυτών, οι οποίοι αποτέλεσαν τον πυρήνα των ελληνικών παροικιών. Οι πιο ακμαίες παροικίες ήταν εκείνες που αναπτύχθηκαν στη Βιέννη και αργότερα στην Τεργέστη. Αξιόλογες ελληνικές παροικίες δημιουργήθηκαν επίσης στη Ρωσία, κυρίως στη Μόσχα και την Οδησσό, όπως και στο Άμστερνταμ και το Παρίσι, που στο τέλος του 18ου αιώνα, χάρη στην παρουσία του Αδαμάντιου Κοραή και άλλων Ελλήνων λόγιων, έγινε για τον ελληνισμό κέντρο παραγωγής και διάδοσης των νέων ιδεών, των οποίων η «μετακένωση» στον ελληνικό χώρο συνέβαλε αποφασιστικά στην πνευματική πορεία του έθνους. Αρματολοί και κλέφτες Η αρχαιότερη αναφορά σε αρματολό βρίσκεται σε ένα από τα παλαιότερα οθωμανικά χρονικά και συνδέεται με τον ιδρυτή της οθωμανικής δυναστείας, τον Οσμάν. Σύμφωνα με αυτό το χρονικό, ο Οσμάν, γύρω στο 1300, είχε στην υπηρεσία του έναν αρματολό, ο οποίος κατασκόπευε τους χριστιανούς και έδινε πληροφορίες στον κύριό του. Ο θεσμός αναφέρεται στην ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας κυρίως από τα χρόνια του σουλτάνου Μουράτ Β΄ (1421-1451). Αρματολίκια, που η αποστολή τους ήταν η φύλαξη των παραμεθόριων περιοχών, των ορεινών διαβάσεων και των εμπορικών δρόμων, ιδρύθηκαν σε πολλές περιοχές των Βαλκανίων, από τη Δαλματία έως τη Θεσσαλία. Ο αρματολισμός, όμως, άκμασε κυρίως στον ελληνικό χώρο, όπου υπήρχαν συμπαγείς χριστιανικοί πληθυσμοί που προσφέρονταν για στρατολόγηση και όπου οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί αποτελούσαν πάντα μειονότητα. Αρματολίκια δεν υπήρχαν στις πόλεις, στις περιοχές όπου υπερτερούσε ο μουσουλμανικός πληθυσμός και στις αυτόνομες, «μη τουρκοπατημένες» περιοχές, όπως το Σούλι, όπου επίσης κατά παρέκκλιση από το νόμο του Ισλάμ, επιτρεπόταν εκ των πραγμάτων στους ραγιάδες να φέρουν όπλα. Οι αρματολοί αποτελούσαν ένοπλα οπλισμένα σώματα, που δεν ανήκαν στον τακτικό στρατό και στα οποία είχε ανατεθεί η τήρηση της ασφάλειας στην ύπαιθρο κι ειδικότερα η περιφρούρηση των δερβενίων – των στενωπών δηλαδή περασμάτων τα οποία προσφέρονταν για ληστρικές επιδρομές. Η συνεχής παρουσία τους στις μεγάλες οδικές αρτηρίες, τους έφερε σε επαφή με τον κόσμο των εμπόρων, και των ντόπιων και των ξένων, και τους έδωσε τη δυνατότητα να ασκούν καθήκοντα αγγελιοφόρου, αν αυτό χρειαζόταν. Τέλος, οι αρματολοί ήταν επιφορτισμένοι με την ασφάλεια των παραμεθόριων περιοχών, που όπως ήταν φυσικό, βρίσκονταν μακριά από τον έλεγχο της εξουσίας. Οι αρματολοί είχαν στις περιοχές τους την ευθύνη τήρησης της τάξης και προστασίας των κατοίκων από τους κλέφτες και γι’ αυτές τους τις υπηρεσίες απολάμβαναν σημαντικά προνόμια. Το πρώτο ήταν η οπλοφορία, προνόμιο που έρχεται σε σύγκρουση με τις αρχές της ισλαμικής θρησκείας, σύμφωνα με τις οποίες τα όπλα επιτρέπονται μόνο στα χέρια των πιστών του Αλλάχ. Δελεαστικό, επίσης, προνόμιο αποτελούσε η απαλλαγή από ορισμένους φόρους, την οποία οι σουλτάνοι παραχωρούσαν με ειδικό έγγραφο σε ομάδες αρματολών. Από την άλλη πλευρά, οι κλέφτες, οι οποίοι συγκροτούνταν σε ομάδες που είχαν επικεφαλής έναν αρχηγό και διέθεταν μια στοιχειώδη ιεραρχία, αντιτίθονταν στους εκπροσώπους της κρατικής και κοινοτικής εξουσίας: σε ό,τι τους αφορούσε, η εξουσία αυτή ασκούνταν από τους αρματολούς. Οι κλέφτες δρούσαν κυρίως στις ορεινές περιοχές της Ελλάδας και προέρχονταν από τους αγροτοκτηνοτροφικούς πληθυσμούς. Κλέφτες και αρματολοί είναι σε διαφορετικές στιγμές τα ίδια πρόσωπα, καθώς εναλλάσσονται σε αυτούς τους ρόλους. Mε άλλα λόγια, στη μακρά προεπαναστατική περίοδο οι αρματολοί και οι κλέφτες αποτελούσαν πραγματικότητες αντιθετικές και αλληλοϋποβλεπόμενες, αν και «συμπληρωματικές». Ο κλέφτης από τη στιγμή που εισήλθε στο χώρο της παρανομίας παίρνοντας όπλο, δεν σταματούσε τη δράση του, έως ότου αποδείξει ότι άξιζε να πάρει τη θέση ενός αρματολού. Η δραστηριότητα του αρματολού –οργάνωση συμμαχιών, απειλή και χρήση βίας– αποσκοπεί στη διατήρηση του αρματολικιού. Κι αυτή η στρατηγική τούς φέρνει σε αντίθεση με όσους επιδιώκουν να τους εκδιώξουν από το πατρογονικό αρματολίκι. Η έκπτωση από το αρματολίκι οδηγούσε σε πρακτικές κλέφτη, με κύρια διεκδίκηση τον απολεσθέντα τίτλο, ενώ το αρματολίκι αποτελούσε απόρροια και καταξίωση της ληστρικής δράσης του παρελθόντος και όχι σπάνια του παρόντος. Οι συγκρούσεις των αρματολών με την οθωμανική εξουσία είναι μια πραγματικότητα με εξάρσεις και υφέσεις. Το σημείο χωρίς επιστροφή σε αυτή την αντιπαλότητα εντοπίζεται στο 18ο αιώνα και είναι μία από τις πιο σημαντικές για τις τύχες του ελληνισμού επιπτώσεις του εξισλαμισμού των χριστιανών Αλβανών κατά το 17ο αιώνα. Από τα μέσα του 18ου αιώνα, ο σουλτάνος αναθέτει τα πασαλίκια της ηπειρωτικής Ελλάδας και τη φύλαξη των ορεινών διαβάσεων-δερβενίων σε Αρβανίτες οπλαρχηγούς-τοπάρχες. Η προσπάθεια του οθωμανικού κράτους να αντικαταστήσει τους αρματολούς με τους μουσουλμάνους δερβεναγάδες στάθηκε ένας από τους πιο ισχυρούς λόγους που δημιούργησαν την ισχυρή εθνική συνείδηση στους αρματολούς. Συμπερασματικά, θα λέγαμε ότι πρόκειται για θεσμούς που αναδύονται εκεί όπου η εξουσία, στο πλαίσιο μιας λογικής οικονομίας της βίας, αξιοποιεί το ένοπλο δυναμικό της αγροτικής κοινωνίας, μεταθέτοντας το ζήτημα της «τήρησης της τάξης» στους συσχετισμούς ανάμεσα στους ντόπιους ενόπλους. Η οικονομία κατά την Οθωμανική περίοδο Η φορολογία Στην Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρχαν φόροι δύο ειδών: 1. Αυτοί που ορίζονταν από το Σεριάτ (?eriat), δηλαδή το θρησκευτικό μουσουλμανικό νόμο. Σε αυτή την κατηγορία περιλαμβάνονται: η δεκάτη, δηλαδή το ένα δέκατο της αγροτικής παραγωγής, που πλήρωναν όλοι οι αγρότες ανεξάρτητα από τη θρησκεία τους, μουσουλμάνοι ή χριστιανοί. Ο φόρος της δεκάτης δεν βάραινε τους αστικούς πληθυσμούς, αλλά οι τελευταίοι ήταν συχνά αναγκασμένοι να καταβάλλουν φόρους για δημόσια έργα, έκτακτες εισφορές για τα πολεμικά έξοδα του κράτους. Άλλος φόρος αυτής της κατηγορίας είναι ο κεφαλικός φόρος (cizye), που πληρωνόταν μόνο από τους λεγόμενους «ανθρώπους της Ιεράς Γραφής», δηλαδή τους Εβραίους και τους χριστιανούς παραγωγούς αγρότες ή αστούς. Από το φόρο αυτό απαλλάσσονταν οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ανάπηροι, οι ιερωμένοι και όσοι πρόσφεραν υπηρεσίες στο κράτος. Τέλος, στην ίδια κατηγορία περιλαμβανόταν η δεκάτη ελεημοσυνών, που πλήρωναν μόνον οι μουσουλμάνοι παραγωγοί, αγρότες ή αστοί. Αρχικά ο φόρος αυτός ήταν το ένα τεσσαρακοστό του εισοδήματος και ήταν εθελοντικός, αλλά αργότερα έγινε κρατικός, τακτικός και υποχρεωτικός φόρος για όλους τους μουσουλμάνους παραγωγούς. 2. Στη δεύτερη κατηγορία φόρων περιλαμβάνονται αυτοί που προέρχονταν από τις πρωτοβουλίες του σουλτάνου. Πρώτος φόρος αυτής της κατηγορίας ήταν το ζευγάριο, δηλαδή ο έγγειος φόρος, ο οποίος βασιζόταν στο ζευγάρι βοδιών, το «τσιφτ» (ηift) που τραβούσε το άροτρο. Τον πλήρωναν όλοι οι αγρότες, μουσουλμάνοι και χριστιανοί, για να έχουν το δικαίωμα να καλλιεργούν τα χωράφια τους. Οι νομάδες όλων των θρησκειών έπρεπε να πληρώνουν δικαιώματα για τη βοσκή, το φόρο βοσκής. Ειδικοί φόροι επιβάλλονταν και σε άλλες περιπτώσεις, όπως στα νησιά και τα παράλια της Ελλάδας, που πλήρωναν τα «μελαχικά» (μελάχης = ναύτης) για την κάλυψη των οικονομικών αναγκών του τουρκικού στόλου. Η φορολογική πολιτική των Οθωμανών έτεινε στην κατάργηση της αγγαρείας και το συγκεντρωτικό κράτος προσδιόριζε για κάθε επαρχία το ύψος των φόρων και τις υπηρεσίες που χρωστούσαν οι αγρότες στον τιμαριώτη. Το ποσό του φόρου που ήταν υποχρεωμένη να καταβάλει κάθε περιοχή καθοριζόταν από την τουρκική διοίκηση, και οι προεστώτες κατάρτιζαν τα φορολογικά κατάστιχα ανάλογα με την οικονομική και οικογενειακή κατάσταση των κατοίκων. Ένα από τα γνωρίσματα της οθωμανικής οικονομίας στην περίοδο της παρακμής ήταν η συνεχής υποτίμηση του τουρκικού νομίσματος, του γροσίου (ή πιάστρου). Όταν πρωτοπαρουσιάστηκε, στα μέσα του 16ου αιώνα, το κύμα πληθωρισμού ήταν ένα φαινόμενο πανευρωπαϊκό, που οφειλόταν στη μαζική εισαγωγή χρυσού και ασημιού από τους Ισπανούς κατακτητές της Αμερικής. Αλλά στην Οθωμανική Αυτοκρατορία ο πληθωρισμός έμελλε να αποτελέσει εφεξής μια μόνιμη κατάσταση, γιατί το κράτος επέμενε συστηματικά να νοθεύει το νόμισμα, προκειμένου να καλύψει τα ελλείμματα του κεντρικού θησαυροφυλακίου. Άλλα μέτρα που υιοθέτησε το κράτος για να καλύψει τα ελλείμματά του ήταν η επιβολή έκτακτης φορολογίας και ο εκπλειστηριασμός των δημόσιων εσόδων. Ο εκπλειστηριασμός των εσόδων (ιλιτζάμ) έπαιρνε κατά κανόνα την εξής μορφή: το κράτος εκχωρούσε σε κάποιον εκπρόσωπο της μουσουλμανικής αριστοκρατίας το δικαίωμα να συλλέγει από τους κατοίκους τη δεκάτη και τους υπόλοιπους φόρους μιας επαρχίας (καζά ή σαντζάκι)? το δικαίωμα του μισθωτή ήταν αρχικά ετήσιο (μουκατάς), αργότερα γινόταν όμως και ισόβιο (μαλικιανές). Ο κάτοχός του, ο μουκατά ή μαλικιανέ σαΐπης, έμενε συνήθως στην Κωνσταντινούπολη, ταυτόχρονα όμως ασκούσε τη διοίκηση της επαρχίας που είχε μισθώσει μέσω ενός διορισμένου οργάνου του, του μουτεσελίμη ή βοϊβόδα. Ο τελευταίος ήταν κατά κανόνα ένας τοπικός μουσουλμάνος γαιοκτήμονας ή παράγοντας. Σε άλλες περιοχές, όμως, πιο προβληματικές ή με μεγαλύτερη στρατηγική σημασία, ο Τούρκος διοικητής του σαντζακιού μίσθωνε ολόκληρη την περιφέρεια για λογαριασμό του, παίρνοντας τον τίτλο του μουτεσαρίφη, δηλαδή «διακατόχου». Το καλύτερο παράδειγμα αποτελεί ο Αλή Πασάς, μουτεσαρίφης Ιωαννίνων μεταξύ 1788-1820. Σε ορισμένες ελληνικές περιοχές, τις πιο προνομιούχες, οι άρχοντες ή κοτζαμπάσηδες των χριστιανών ασκούσαν μόνοι τους το έργο της κατανομής και της συγκέντρωσης των φόρων, και τότε ο ρόλος του βοϊβόδα γινόταν σχεδόν διακοσμητικός. Τέτοιο καθεστώς επικρατούσε προς το τέλος της Τουρκοκρατίας, αν και όχι μόνιμα, στην Αθήνα, την Πάτρα, τη Λιβαδειά, στα Τρίκαλα, στο Μέτσοβο και στα περισσότερα νησιά του Αιγαίου. Τα πιο πολλά από αυτά τα εδάφη δεν υπάγονταν στο σύστημα του εκπλειστηριασμού των εσόδων, αλλά διέθεταν τους φόρους τους για ειδικούς σκοπούς, όπως για τη συντήρηση μουσουλμανικών ιερών ιδρυμάτων (βακουφιών) ή γυναικών του σουλτανικού χαρεμιού, ιδίως της μητέρας του σουλτάνου (βαλιδέ σουλτάνας). Σημαντική θέση στην οικονομία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας είχαν τα αγροτικά χωριά της Μακεδονίας, καθώς αυτά τροφοδοτούσαν τις μεγάλες πόλεις της Κωνσταντινούπολης, της Αδριανούπολης και της Θεσσαλονίκης. Η ανάπτυξη της σιτοκαλλιέργειας στις κοιλάδες του Στρυμόνα, του Νέστου, στα ανατολικά του Έβρου και στον κεντρικό ρου του Αξιού έπαιζε αυτό το ρόλο. Μετά τα μέσα του 18ου αιώνα, τοπικοί αξιωματούχοι στη Μακεδονία και τη Θεσσαλία μεγάλωναν αυθαίρετα τις φορολογικές τους απαιτήσεις, ενώ έθεταν στην κυριότητά τους μεγάλες εκτάσεις γης. Μειωμένες ήταν οι φορολογικές απαιτήσεις των Οθωμανών απέναντι στη νότια ηπειρωτική Ελλάδα εξαιτίας των διοικητικών ιδιαιτεροτήτων της περιοχής. Η ενετοκρατία, το καθεστώς ημιαυτονομίας που επικρατούσε σε περιοχές όπως οι ορεινοί όγκοι της Μάνης, καθώς και η απόσταση της περιοχής από τους κεντρικούς δρόμους επικοινωνίας και εμπορίου με τη Βαλκανική συνέτειναν σε αυτή την κατεύθυνση. Εξαιτίας αυτών των ιδιομορφιών αναπτύχθηκαν φυγόκεντρες τάσεις τόσο στο οικονομικό πεδίο, όσο και στο πολιτικό, κορυφαία έκφραση των οποίων υπήρξε η Επανάσταση που ξέσπασε το 1821. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το καθεστώς που επικρατούσε στα νησιά του Αιγαίου, καθώς ολόκληρα νησιά αποτελούσαν φορολογικές περιφέρειες που δίνονταν σε υψηλούς αξιωματούχους του παλατιού. Η Χίος αποτελούσε «χάσι» της βαλιδέ σουλτάνας, ενώ φορολογικά προνόμια είχε αποσπάσει η Πάτμος εξαιτίας της μονής στη νήσο. Ειδικοί φόροι και δασμοί καθιερώθηκαν για τη μαστιχοκαλλιέργεια στη νότια Χίο, τη ναυπήγηση σκαφών στις Κυκλάδες και την ελαιουργία στη Λέσβο. Προνόμια αποσπούσαν τα χωριά φυλάκων ορεινών περασμάτων, ορυζοκαλλιεργητών, φρουρών γεφύρων, μεταλλωρύχων και των εργατών στις αλυκές. Προνόμια επίσης παραχωρούνταν σε πολλά μοναστηριακά ιδρύματα. Τα τιμάρια Οι Οθωμανοί είχαν αναγνωρίσει τρεις βασικές μορφές γαιοκτησίας: το μιρί, το μούλκι2 και το βακούφι. Στις περιοχές που καταλαμβάνονταν από τους Οθωμανούς, το σύνολο της έγγειας ιδιοκτησίας αποτελούσαν οι δημόσιες γαίες ή μιριά. Όλα τα τιμάρια που διανεμήθηκαν ανήκαν στην κατηγορία αυτή των δημόσιων γαιών (μιριά). Οι τιμαριώτες δεν είχαν δικαιώματα γαιοκτησίας παρά μονάχα γαιοχρησίας, δικαιώματα που εξαρτώνταν από τις ικανοποιητικές υπηρεσίες τις οποίες πρόσφεραν στο σουλτάνο. Οι τιμαριώτες έπρεπε να θρέφουν, να εκγυμνάζουν και να προμηθεύουν στρατιώτες στο σουλτάνο και, με τον τρόπο αυτό, το δημόσιο ταμείο απαλλάχθηκε από την καταβολή στρατιωτικών μισθών. Το μεγαλύτερο μέρος των εύφορων πεδιάδων στη Θράκη, τη Μακεδονία και τη Θεσσαλία, αλλά και σε άλλες περιοχές, το πήραν μουσουλμάνοι και ένα άλλο τμήμα τα μωαμεθανικά θρησκευτικά ιδρύματα (βακούφια)3. Το τσιφλίκι Από τα μέσα του 16ου αιώνα, στην Οθωμανική Αυτοκρατορία εμφανίστηκαν υψηλές πληθωριστικές τάσεις εξαιτίας των οποίων αυξήθηκαν τα ελλείμματα του κράτους. Προκειμένου να μειώσει τα ελλείμματά του, το οθωμανικό κράτος κατέφυγε όχι μόνο στη νόθευση του νομίσματος, αλλά και στην αύξηση της φορολογίας και την εκμίσθωση των φόρων. Η αύξηση των φόρων υποχρέωνε τους αγρότες να αναζητούν διαρκώς νέες ποσότητες χρηματικού ρευστού, ξεπουλώντας τα προϊόντα τους όσο όσο ή καταφεύγοντας σε τοκογλυφικούς δανεισμούς. Πολλά χωριά κατέληξαν έτσι να βρίσκονται συλλογικά καταχρεωμένα σε πλούσιους αγάδες ή μπέηδες, οι οποίοι, προκειμένου να αποφύγουν τις συνέπειες των πληθωριστικών κρίσεων, επιδίωκαν να επενδύσουν τα εισοδήματά τους σε ιδιόκτητες γαίες. Με τον τρόπο αυτό γεννήθηκε το τσιφλίκι, δηλαδή οι μεγάλες γαιοκτησίες τις οποίες εκμεταλλεύονταν τα μέλη της μουσουλμανικής (αργότερα και χριστιανικής) αριστοκρατίας. Ππρος τα τέλη του 18ου αιώνα, το τσιφλίκι αποτελούσε την κυρίαρχη μορφή ιδιοκτησίας στις πεδινές περιοχές της Ελλάδας (Ηλεία, Κορινθία, Άρτα, Λάρισα κ.α.). Στα ορεινά εδάφη, όπου ο πληθυσμός ελεγχόταν πιο δύσκολα και οι δείκτες παραγωγής ήταν πιο χαμηλοί, το τσιφλίκι καθυστέρησε να διαδοθεί. Ωστόσο, ο Αλή Πασάς και οι γιοι του, Βελή και Μουχτάρ, στο διάστημα της παντοδυναμίας τους κατόρθωσαν να γίνουν κύριοι δεκάδων ορεινών και ημιορεινών χωριών της Ηπείρου, της Θεσσαλίας, της Μακεδονίας και της Στερεάς Ελλάδας. Με την επικράτηση του συστήματος των τσιφλικιών ενισχύθηκε η τοπική μονοκαλλιέργεια των πολύ επικερδών εμπορεύσιμων γεωργικών προϊόντων. Οι γεωργοί καλλιεργούσαν προϊόντα που προορίζονταν κυρίως για την αγορά και όχι τόσο για τη συντήρησή τους. Οι αγρότες συνέχιζαν να δουλεύουν τη γη ως κολλήγοι ή σέμπροι του τσιφλικά, δίνοντας στον τελευταίο ένα σεβαστό μερίδιο της παραγωγής. Συνήθως, το μερίδιο αυτό ήταν το ένα τρίτο (τριτάρικο σύστημα) ή το μισό (μισακάρικο σύστημα)? στη δεύτερη περίπτωση, ο τσιφλικάς αναλάμβανε την προμήθεια του σπόρου. Ο φόρος της παραγωγής, η δεκάτη, υπολογιζόταν στο σύνολο του ακαθάριστου προϊόντος. Οι όροι της συμφωνίας ως ένα σημείο ποίκιλλαν ανάλογα με την ποιότητα της γης ή την αξία της συγκομιδής. Η στυγνή εκμετάλλευση των καλλιεργητών ενίσχυε τελικά την ανισορροπία στην κατανομή του πληθυσμού: με την πρώτη ευκαιρία, οι αγρότες εγκατέλειπαν τις καλλιέργειές τους και αναζητούσαν προσφορότερους όρους διαβίωσης σε άλλους χώρους, δηλαδή στις πόλεις, σε διάφορες προνομιούχες ορεινές περιοχές (Ζαγόρι, Πήλιο, Νάουσα, Μοσχόπολη) ή σε ορισμένα νησιά (Επτάνησα, Ύδρα, Σπέτσες, Σάμος, Χίος), ο πληθυσμός των οποίων σημείωσε ιδιαίτερη αύξηση. Μετακινήσεις σημειώθηκαν επίσης από την ηπειρωτική Ελλάδα προς τις ακτές της Μικράς Ασίας (Σμύρνη, Φώκαια, Αϊβαλί) και προς τις ελληνικές παροικίες της Ιταλίας, της Αυστρίας, της Γερμανίας και της Ρωσίας. Το εμπόριο Mε τις διομολογήσεις4, πρώτα οι Γάλλοι, αλλά και οι Άγγλοι και οι Ολλανδοί, από τις αρχές του 17ου αιώνα, καθώς και άλλες χώρες αργότερα εξασφάλιζαν προνόμια για την άσκηση του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η πρώτη διομολογητική συνθήκη, που παραχωρήθηκε στον Φραγκίσκο Α΄ το 1535, εξασφάλισε στους Γάλλους εμπόρους τον αποκλειστικό έλεγχο του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της Αυτοκρατορίας. Εξαιτίας των διομολογήσεων αναπτύχθηκε σημαντική εμπορική δραστηριότητα, με αποτέλεσμα ολόκληρες περιοχές του ελλαδικού χώρου, όπως η νοτιοδυτική Πελοπόννησος, τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και η Κρήτη, να αποκτήσουν σταθερές διασυνδέσεις με κέντρα της Δυτικής Ευρώπης και της Ιταλίας. Στο πλαίσιο των «διομολογήσεων» παρεχόταν στους Έλληνες η δυνατότητα να μετέχουν στη ναυτιλιακή κίνηση και έτσι δημιουργήθηκαν τα πρώτα ναυτικά κέντρα στα λιμάνια της δυτικής Ελλάδας (Πρέβεζα, Μεσολόγγι, Γαλαξίδι). Το ελληνικό θαλάσσιο εμπόριο, αλλά και η μεταφορά εμπορευμάτων από τους χερσαίους δρόμους, που συνέδεαν την Ελλάδα με τις χώρες της κεντρικής Ευρώπης, ευνοήθηκαν από την ύπαρξη ακμαίων ελληνικών παροικιών στις κυριότερες ευρωπαϊκές πόλεις. Σιτάρι, βαμβάκι, σταφίδα, μετάξι, νήματα και δέρματα κατεργασμένα εξάγονταν στη Γαλλία, την Ιταλία, την Αυστρία και τη Ρωσία, ενώ οι εισαγωγές περιλάμβαναν υφάσματα, μολύβι, κασσίτερο, καφέ και βιοτεχνικά είδη. Εκεί όπου αναπτύσσεται ένα εποχικό εμπόριο, έχουμε την άμεση σύνδεση της τοπικής αγοράς με το εξαγωγικό εμπόριο, το οποίο απορροφά την παραγωγή: παραδείγματα, το μετάξι του Μυστρά που απορροφάται από το γαλλικό εμπόριο μέσω του ετήσιου πανηγυριού που γίνεται στην πόλη αυτή τον Αύγουστο, η σταφίδα στην Πελοπόννησο, το βαμβάκι στις Σέρρες. Ορισμένες βιοτεχνικές δραστηριότητες, όπως η νηματουργία και η υφαντουργία, οδηγούν σε μια άμεση σύνδεση των βιοτεχνικών κέντρων με την εξωτερική αγορά, συνεπώς και σε μια άμεση εξάρτηση των πρώτων από την τελευταία: οι θεσσαλικές και μακεδονικές βιοτεχνικές επιχειρήσεις παρέχουν ένα καλό παράδειγμα προς την κατεύθυνση αυτή, με κορυφαίο το παράδειγμα των Αμπελακίων. Ο «συνεταιρισμός» του χωριού Αμπελάκια της Θεσσαλίας ιδρύθηκε το 1778 από οικοτεχνίες κατασκευής και βαφής βαμβακερών νημάτων, που ενώθηκαν για τη διευκόλυνση της διάθεσης των προϊόντων τους. Τα είκοσι τέσσερα εργαστήρια του συνεταιρισμού έστελναν εμπορεύματα σε δεκάδες ευρωπαϊκές πόλεις από την Πετρούπολη έως τη Βιέννη και τη Λειψία. Παρόμοια περίπτωση αποτελεί η «ομοσπονδία» ορισμένων χωριών της Χαλκιδικής, που είναι γνωστά με το όνομα Μαντεμοχώρια. Τα μεταλλεία αργύρου της περιοχής παραχωρήθηκαν για εκμετάλλευση στους κατοίκους από το σουλτάνο το 1705 και οι κάτοικοι συνασπίστηκαν για να διασφαλίσουν τα δικαιώματα που προέβλεπε το σχετικό φιρμάνι5. Ένας αντιπρόσωπος από κάθε χωριό μετέβαινε στην πρωτεύουσα (το Μαχαλά ή τη σημερινή Αρναία) και όλοι μαζί αποτελούσαν την επιτροπή, που ρύθμιζε τα θέματα της «ομοσπονδίας». Μεγάλος όγκος εμπορευμάτων διακινούνταν στα πανηγύρια που γίνονται έξω από τα μεγάλα εμπορικά κέντρα: τα τελευταία έγιναν οι κόμβοι συγκέντρωσης των προϊόντων που διακινούνταν στα πρώτα, ενώ συγχρόνως χρησιμοποιούσαν τα πανηγύρια για τη διάθεση των εμπορευμάτων που συγκεντρώνονταν στα κέντρα αυτά και που δεν μπορούσαν να απορροφηθούν στο σύστημα της διαρκούς αγοράς. Η εμφάνιση της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας Ενώ οι απαρχές του ελληνικού εμπορικού ναυτικού μπορούν να αναχθούν στο 16ο αιώνα, οι δραστηριότητές του διαφοροποιήθηκαν κι εξαπλώθηκαν κατά τη διάρκεια του 18ου αιώνα. Η ανάπτυξη της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας κατά το 18ο αιώνα μπορούμε να πούμε ότι οφείλεται βασικά στους εξής παράγοντες: 1. την ύπαρξη πλεονάσματος εξαγώγιμων αγροτικών προϊόντων, 2. τη διαρκώς αυξανόμενη ζήτηση αγροτικών προϊόντων των βαλκανικών χωρών από τη δυτική Ευρώπη, 3. τη συσσώρευση και επένδυση ρευστού κεφαλαίου στο διαμετακομιστικό εμπόριο, 4. τη δυνατότητα επενδύσεων κεφαλαίων σε ναυτιλιακές επιχειρήσεις, σε συνθήκες που ευνοούσαν την κερδοφορία τους. Το πρώτο υπολογίσιμο εμπορικό ναυτικό (πλοία μεσαίου έως μεγάλου μεγέθους 50-250 τόννων) σχηματίστηκε στα δυτικά παράλια της Ελλάδας γύρω στο 1750. Η ανάπτυξή του βρισκόταν σε άμεση σχέση με το επικερδές εμπόριο σιτηρών που κατευθυνόταν κυρίως στην Ιταλία. Κυριότερα κέντρα του ήταν το Μεσολόγγι και το Γαλαξίδι. Το 1746 τα μεσολογγίτικα πλοία, σύμφωνα με έκθεση του Γάλλου προξένου στην Άρτα, κυριαρχούσαν στις θαλάσσιες μεταφορές προς την Αδριατική και αποτελούσαν επικίνδυνο ανταγωνιστή της γαλλικής ναυτιλίας. Το 1764, οι Γαλαξιδιώτες διέθεταν πενήντα πλοία συνολικής χωρητικότητας 20.000 τόνων. Στην κατασκευή του στόλου αυτού φαίνεται πως είχαν σημαντικό μερίδιο οι Έλληνες έμποροι των Ιωαννίνων, αλλά κι η ενίσχυση την οποία πρόσφεραν οι ανταγωνιστές των Γάλλων, Άγγλοι και Ολλανδοί. Αν εξαιρέσουμε ορισμένους μουσουλμάνους καραβοκύρηδες που υπήρχαν στη Ρόδο, την Κρήτη και στο Δουλτσίνο της Αλβανίας, οι Έλληνες κατείχαν σχεδόν μονοπωλιακά τον τομέα της οθωμανικής εμπορικής ναυτιλίας. Προκειμένου να μειώνονται οι επιχειρηματικοί κίνδυνοι, η αξία κάθε πλοίου μοιραζόταν σε 2 έως 16 μετόχους. Στους μετόχους ανήκε και ο καπετάνιος, που αποτελούσε κατά κάποιο τρόπο το διαχειριστή της εταιρείας? ήταν υπεύθυνος για την αγορά και τη διάθεση του φορτίου, την πρόσληψη και την αποζημίωση των ναυτών, και στο τέλος του ταξιδιού έδινε λογαριασμό των πράξεών του στους υπόλοιπους μετόχους. Στην αρχή του ταξιδιού, το πλοίο ήταν ανάγκη να εφοδιαστεί με σερμαγιά, δηλαδή με το κεφάλαιο που θα του επέτρεπε να προμηθευτεί τα εμπορεύματα. Η σερμαγιά είχε άλλοτε χαρακτήρα μετοχικού κεφαλαίου και άλλοτε απλού δανείου (θαλασσοδάνειου), με τόκο πολύ υψηλό για την εποχή (20-30% για ένα και μόνο ταξίδι στη δυτική Μεσόγειο, που διαρκούσε περίπου τρεις μήνες). Μετά το 1750, το προβάδισμα πήραν οι εφοπλιστές της Ύδρας, που διεύρυναν σταδιακά τη δράση τους στον Εύξεινο Πόντο και σε ορισμένα λιμάνια της δυτικής Μεσογείου (Ανκόνα, Λιβόρνο, Μασσαλία). Ακολουθούσαν οι Σπέτσες και τα Ψαρά, και σε κάποια απόσταση η Άνδρος, η Μύκονος, η Σκόπελος, η Κάσος, το Τρίκερι, το Καστελόριζο και η Σαντορίνη. Η συμφωνία του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774) έδωσε στα πλοία με ρωσική σημαία το δικαίωμα να περνούν ελεύθερα τα Στενά και να εμπορεύονται στα λιμάνια της Μεσογείου. Πολλά ελληνικά πλοία έσπευσαν τότε να υψώσουν τη ρωσική σημαία. Δρώντας υπό τη διπλωματική κάλυψη της Ρωσίας, το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο και ο ελληνικός εμπορικός στόλος αναπλήρωσαν την έλλειψη ρωσικής ναυτιλίας στα χρόνια αυτά, προωθώντας, σε αντάλλαγμα, τη ρωσική επιρροή στις τουρκοκρατούμενες περιοχές. Η εποχή της μέγιστης ακμής του ελληνικού εμπορίου τοποθετείται στα πρώτα 15 χρόνια του 19ου αιώνα. Με την έναρξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, οι Άγγλοι και οι σύμμαχοί τους επέβαλαν ολοκληρωτικό οικονομικό αποκλεισμό στις χώρες που κατέχονταν από τον Ναπολέοντα, και οι Γάλλοι απαγόρευσαν την προσέγγιση αγγλικών πλοίων. Οι τιμές του σιταριού και των άλλων ειδών πρώτης ανάγκης ανέβηκαν κατακόρυφα και το λαθρεμπόριο αγαθών από τα οθωμανικά εδάφη στα γαλλοκρατούμενα παράλια της Ιταλίας και στην αγγλική βάση της Μάλτας έγινε μια δραστηριότητα εξαιρετικά κερδοφόρα. Τα χρόνια που ακολούθησαν την ευρωπαϊκή ειρήνευση (1815) ήταν χρόνια κάμψης της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας, κάμψης που ως ένα βαθμό εξηγεί την προθυμία συμμετοχής των Ελλήνων πλοιοκτητών στην Επανάσταση που ξέσπασε το 1821. ΤΟ ΚΟΙΝΟΤΙΚΟ ΣΥΣΤΗΜΑ ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΤΟΥΡΚΟΚΡΑΤΙΑΣ Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο υπόδουλος ελληνισμός ανέπτυξε μιαν ιδιαίτερη δομή κοινωνικής οργάνωσης, η οποία από τη μια μεριά εξασφάλιζε την κοινωνική συνοχή και συμβίωση υπό το καθεστώς κυριαρχίας της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και από την άλλη παρείχε τη δυνατότητα στους υπόδουλους Έλληνες να ασκούν οικονομική πολιτική τόσο στο εσωτερικό της χώρας, όσο και στο εξωτερικό. Η ιδιαίτερη αυτή δομή κοινωνικής οργάνωσης είναι γνωστή, μεταξύ των ιστορικών, ως «κοινοτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα». Ο ελληνικός κοινοτισμός αντιπροσωπεύει πράγματι ένα μοντέλο συμβίωσης προηγμένο για την εποχή κατά την οποία αναπτύχθηκε και χαρακτηρίζει ένα σύστημα πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δόμησης το οποίο, παρά το γεγονός ότι διαλύθηκε βίαια από τα διαφωτιστικά δυτικά πρότυπα, τα οποία επικράτησαν μετά την ελληνική Επανάσταση και έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη δημιουργία του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, εντούτοις εξακολούθησε για μεγάλο χρονικό διάστημα να επηρεάζει και να διαμορφώνει σημαντικές ηθικές και εθιμικές πλευρές της νεοελληνικής ζωής και κοινωνίας. Κατά συνέπεια, η μελέτη του κοινοτικού αντιπροσωπευτικού συστήματος παρέχει σημαντικά στοιχεία για τη διερεύνηση τόσο των κοινωνικών-πολιτικών, όσο και των νομικών-δικαιικών δομών του νεοελληνικού κράτους. Το κοινοτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα έχει συστηματικά μελετήσει ο καθηγητής Νικόλαος Πανταζόπουλος σε πλήθος δημοσιευμάτων του, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγεται και το πρόσφατο έργο του Νεοελληνικό Κράτος και Ευρωπαϊκή Κοινότητα (1998). Τα συμπεράσματα αυτά θα πρέπει να αποτελέσουν αφετηρία για περαιτέρω μελέτες νεότερων ιστορικών. Το κοινοτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα στηρίχτηκε, κατά τον καθηγητή Πανταζόπουλο, στην αναγνώριση των θεμελιωδών ανθρώπινων ελευθεριών των μελών που συγκροτούσαν την κοινωνική ομάδα. Οι ελευθερίες αυτές αφορούσαν το δικαίωμα ψήφου, την άσκηση εξουσίας και ελέγχου των κοινοτικών οργάνων, καθώς και την εγγύηση της αυτονομίας και αυτάρκειας της κοινότητας με βάση την ισότητα των μελών και τη γενική ρήτρα διαιτησίας και διαλλαγής. Παράλληλα, επισημαίνει ο Πανταζόπουλος, «το κοινοτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα ανταποκρινόταν, χάρη στη γενική ρήτρα του κοινού συμφέροντος». Από την τελευταία αυτή παρατήρηση προκύπτει ότι το κοινοτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα δεν διαμόρφωνε μόνο τις δομές άσκησης εξουσίας και ελέγχου στη βάση της ισότητας των μελών, καθώς και τις οικονομικές δραστηριότητες της κοινότητας, αλλά επιπλέον δημιουργούσε ένα πολιτιστικό περιβάλλον το οποίο εξασφάλιζε, μέσω των δεσμών αλληλεγγύης μεταξύ μελών της κοινότητας, μια κοινή κουλτούρα και κοινές συναισθηματικές, ηθικές και εθιμικές αξίες. Το κοινοτικό αντιπροσωπευτικό σύστημα, συνεχίζει ο συγγραφέας, «μπόρεσε άνετα να ενταχθεί στα πλαίσια του Συντάγματος του Ρήγα, που συντάχθηκε στα 1797, με πρότυπα τη Γαλλική Διακήρυξη της 24ης Ιουλίου 1793 και το Γαλλικό Σύνταγμα του 1793». Αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία διότι δείχνει ολοκάθαρα από τη μια μεριά την πρόθεση του Ρήγα να δημιουργήσει κράτος βασισμένο στις γαλλικές διαφωτιστικές αρχές, αυτές με τον κοινοτισμό και τους κοινοτικούς τρόπους συμβίωσης. Όπως παρατηρεί ο Πανταζόπουλος, στο σύνταγμα του Ρήγα δεν εκδηλώνεται μόνο η τάση της ένταξης στην κατάσταση πραγμάτων που είχε δημιουργήσει η Γαλλική Επανάσταση με την αναγνώριση των ατομικών δικαιωμάτων, αλλά και η εξίσου ισχυρή τάση να θεμελιώνουν οι διαφωτιστικές αρχές στο αντιπροσωπευτικό πολίτευμα που εφάρμοζαν οι κοινότητες: «Ο Ρήγας, μάλιστα, υπερακόντισε τους στόχους της Γαλλικής Επανάστασης παραχωρώντας δικαιώματα όχι μόνο σε άτομα αλλά και σε ομάδες, ανεξάρτητα από την εθνική, φυλετική ή θρησκευτική τους προέλευση». Η αποτυχία του Ρήγα να επηρεάσει τη σύσταση και τη δομή του νεοελληνικού κράτους, θεμελιώνοντας τα απελευθερωτικά και διαφωτιστικά του οράματα στον κοινοτισμό, δεν σήμανε κατά κανέναν τρόπο το ξερίζωμα του κοινοτισμού από την εθνική ζωή των Ελλήνων. Το αντίθετο, μάλιστα: θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο κοινοτισμός, παίρνοντας ποικίλες μορφές, αποτέλεσε το σταθερό υπόβαθρο της εθνικής ζωής του ανεξάρτητου κράτους και επιβίωσε από τις πιέσεις που ασκήθηκαν από την κυρίαρχη «δυτική» ιδεολογία του νεοελληνικού κράτους. Το δικαίωμα της συσσωμάτωσης των ατόμων και των ομάδων που, κατά τη διατύπωση του Πανταζόπουλου, αποτελούσε έκφραση της γενικής ρήτρας της αυτονομίας ήδη από τον 6ο αι. π.Χ. επί Σόλωνος και επιβίωσε από τις ξενικές κατακτήσεις και την Τουρκοκρατία, παρά την κατάργησή του από την αντιβασιλεία και τον Όθωνα, δεν έπαψε να διαμορφώνει την εθνική ιδιοπροσωπία και το εθιμικό δίκαιο. 1 Αρματολός (υδατογραφία του Καρλ Χάαγκ, που βρίσκεται σήμερα στο Μουσείο Μπενάκη). Οι δύο όψεις του νομίσματος που έκοψαν οι Πεισιστρατίδες στην Αθήνα, με τη θεά Αθηνά και το σύμβολό της, τη γλαύκα. Οι δύο όψεις του νομίσματος που έκοψαν οι Πεισιστρατίδες στην Αθήνα, με τη θεά Αθηνά και το σύμβολό της, τη γλαύκα. Ο Αλή-πασάς (λεπτομέρεια από πίνακα του Ντιπρέ, 1819). Η Παναγία των Χαλκέων στη Θεσσαλονίκη. Χτίστηκε το 1028 και ανήκει στον τετρακιόνιο τύπο με μικρούς τρούλους και με διώροφο νάρθηκα, όπως χτίζονταν οι εκκλησίες στην Κωνσταντινούπολη. Το βήμα της Πνύκας. Από εδώ αγόρευαν οι ρήτορες και οι πολιτικοί άνδρες μπροστά στην εκκλησία του δήμου. Ο Μ. Ναπολέων. Έργο του Σαμπόρ (1810), που βρίσκεται στο Μουσείο του Ναπολέοντα στη Ρώμη. Με την έναρξη των Ναπολεόντειων Πολέμων, οι Άγγλοι και οι συμμαχοί τους επέβαλαν οικονομικό αποκλεισμό στις χώρες που κατέχονταν από τον Ναπολέοντα. Πολεμιστής, λεπτομέρεια από ψηφιδωτό του 5ου αιώνα. Βρέθηκε στη βασιλική Δουμετίου στη Νικόπολη και θεωρείται από τα χαρακτηριστικότερα του είδους. Τα ερείπια των ανακτόρων του Μιστρά συνδέονται άμεσα με την οικογένεια των Παλαιολόγων. Πολλοί γόνοι της υπήρξαν άρχοντες του βυζαντινού δεσποτάτου και έζησαν εδώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ελλάδα - Τέχνη (Σύγχρονη) — Η ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΗ ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ Η ΚΑΤΑΓΩΓΗ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΙΚΑΣΤΙΚΗ ΣΚΕΨΗ ΤΟΥ 19ου & ΤΟΥ 20ού αι. Εξετάζοντας την ελληνική εικαστική δημιουργία σήμερα, μπορούμε να καταλήξουμε στις εξής παραδοχές: α) παρουσιάζει έργα με μεγάλο… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… …   Dictionary of Greek

  • Αλβανία — I Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Ν με την Ελλάδα, στα Α με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΠΓΔΜ) και στα Β με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία, ενώ Δ βρέχεται από την Αδριατική θάλασσα.Τα… …   Dictionary of Greek

  • Βουλγαρία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ευρώπης, στη Βαλκανική χερσόνησο.Συνορεύει στα Β με τη Ρουμανία, στα Δ με τη (Νέα) Γιουγκοσλαβία (ΒΔ) και την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (ΝΔ), στα Ν με την Ελλάδα και την Τουρκία, ενώ Α βρέχεται από… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”